Ο λόγος για την 25η Μαρτίου που εκφωνήθηκε από την κα Αγγελική Χατζηαβραάμ στον Ι.Μ.Ν. Αγίου Αχιλλίου Λαρίσης

Σεβασμιότατε,

Σεβαστοί πατέρες,

Κύριε Περιφερειάρχα,

Κύριοι Βουλευτές,

Κύριε Δήμαρχε,

Στρατηγέ Διοικητή Α’ Στρατιάς,

Αρχηγέ της Τακτικής Αεροπορίας,

Στρατηγέ της Ελληνικής Αστυνομίας,

Κυρίες και Κύριοι εκπρόσωποι των Πολιτικών, Στρατιωτικών, Αστυνομικών, Δικαστικών και Εκπαιδευτικών Αρχών,

Κυρίες και Κύριοι

Η μέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου – μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της χριστιανοσύνης – ταυτίστηκε με την αρχή της ελληνικής επανάστασης. Αυτήν την ημέρα οι Ελληνορθόδοξοι τιμούμε την Παναγία μας. Την Υπεραγία Θεοτόκο, την  «Κλίμακα δὶ ἢς κατέβη ὁ Θεὸς στη Γη», τη «γέφυρα, τη μετάγουσα τὸν ἄνθρωπον εἰς οὐρανόν», στην οποία αφιερώνονται οι Ύμνοι της σημερινής εορτής, και οι Ιερές Ακολουθίες των Χαιρετισμών και των παρακλήσεων. Τη δική Tης προστασία και διαμεσολάβηση ζήτησαν οι έλληνες το 1821.

Πανταχού παρούσα, η πανύμνητη μήτηρ, η μητέρα όλων μας, υμνήθηκε και ως υπέρμαχος στρατηγός, στα χέρια της οποίας εναπόθεσαν οι έλληνες τις ελπίδες τους ξεκινώντας τον αγώνα τους. Γιατί για να πολεμήσει κάποιος για την ελευθερία, πρέπει κάτι να τον ωθεί, να του δίνει ελπίδα εκεί που δεν υπάρχει, να τον κάνει να αψηφά όχι μόνο τον ισχυρό αλλά και τον θάνατο. Αυτό το κάτι για τον ελληνικό λαό ήταν η πίστη στον Θεό. Επικαλούνταν την Υπεραγία Θεοτόκο για τη μεσιτεία Της στις δύσκολες ώρες του αγώνα. Την έβλεπαν να τους καθοδηγεί στις μάχες, ως “βροντή τους εχθρούς καταπλήττουσα”. Ήταν εκείνη “δι Ης εγείρονται τρόπαια, και δι Ης εχθροί καταπίπτουσι”. Συνεπώς, η σύνδεση του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και της αρχής της εθνεγερσίας συγκίνησε κάθε έλληνα.  Και τον έκανε να πιστέψει ακλόνητα ότι όλα είναι δυνατά και κατορθωτά, αν υπάρχει πίστη στην ιερότητα του σκοπού και διάθεση θυσίας για την πραγµάτωσή του. Ο Αρχιμανδρίτης και διαφωτιστής Άνθιμος Γαζής έγραψε πως «Η ημέρα (της Επανάστασης), την οποίαν επιθυμούσιν οι πατέρες μας να την ιδούν, έφθασε … διά να λάμψη πάλιν ο Σταυρός και να λάβη πάλιν η Ελλάς … την ελευθερίαν της… Ό,τι και αν εκάμαμεν ήτο έμπνευσις και έργον της Θείας Προνοίας».

Γι’ αυτό και οι έλληνες δεν λύγισαν. Ζήτησαν το αδύνατο και αγωνίστηκαν γι’ αυτό, σίγουροι σχεδόν πως θα το φτάσουν, πέρα από την ανθρώπινη λογική. Γιατί όπως λέει κι ο Αδαμάντιος Κοραής «οι Έλληνες πολέμησαν όχι μόνο υπέρ πατρίδος, αλλά και υπέρ πίστεως». Κι έτσι ‘γεννήθηκαν’ αναρίθμητοι ήρωες, που δεν συμβιβάζονταν πια με μία ζωή ταπεινωμένη, περιφρόνησαν τον θάνατο και αγωνίστηκαν χωρίς καμιά προσδοκία προσωπικής αναγνώρισης ή επιβράβευσης.

Η επανάσταση αυτή δεν ήταν μία τυχαία εξέγερση λόγω ευνοϊκών συμπτώσεων ούτε στόχευε – για τους περισσότερους – στην εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων. Αντίθετα, ήταν ώριμο αποτέλεσμα εξωτερικών και εσωτερικών κινημάτων, διεργασιών και πνευματικής προετοιμασίας. Ο Κολοκοτρώνης παρομοιάζει την επιθυμία για ελευθερία «Σαν μια βροχή που ήρθε σε όλους μας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι γραμματισμένοι και οι έμποροι, όλοι συμφωνήσαμε στον ίδιο σκοπό και κάναμε την επανάσταση… Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμίαν από όσας γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών τους είναι εμφύλιος πόλεμος· ο εδικός μας πόλεμος ήτο πλέον δίκαιος. Ήτον έθνος με άλλον έθνος».

Παρόλα αυτά, η επανάσταση παρουσίασε έντονες διακυμάνσεις, με εναλλαγές επιτυχιών, αποτυχιών ακόμη και εμφύλιων διχασμών.

Οι Έλληνες κέρδισαν απίστευτες νίκες, έζησαν κορυφώσεις ηρωισμού. Ανέδειξαν ήρωες στο πεδίο της μάχης αλλά και εξαίρετους πολιτικούς στο πεδίο των διπλωματικών διεκδικήσεων.

Μεγαλείο ψυχής δεν έδειξαν μόνο οι άνδρες αλλά και οι γυναίκες, που στάθηκαν γενναίες δίπλα στους γενναίους, άξιες δίπλα στους άξιους, και ηρωίδες δίπλα στους ήρωες.  Γιατί διέθεταν συνείδηση της ιστορίας του έθνους τους και είχαν πλήρη επίγνωση της αποστολής τους. 

Τη δική τους ξεχωριστή ιστορία κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 έγραψαν  και οι εκατοντάδες απλοί ιερείς και μοναχοί. Τα μοναστήρια έγιναν ορμητήρια των καπεταναίων, νοσοκομεία για τους τραυματίες, καταφύγια για τους κυνηγημένους. Έδωσαν χρήματα και τρόφιμα στους αγωνιστές και όπλισαν τους επαναστατημένους, εντάχθηκαν σε ένοπλες ομάδες και πήραν μέρος σε πολλές μάχες. Μάλιστα, μετά το τέλος της Επανάστασης, η «πατρίς ευγνωμονούσα» τους κατέγραψε βάσει των εκθέσεων που υπέγραψαν οι πρωταγωνιστές του αγώνα των Ελλήνων και οι οποίες σήμερα υπάρχουν στα αρχεία της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

Από τους ιεράρχες που συνέπραξαν για τον κοινό σκοπό αξίζει να μνημονεύσουμε τον Διονύσιο Καλλιάρχη, μητροπολίτη Λαρίσης και στη συνέχεια Εφέσου, ο οποίος μεταξύ άλλων επιτάχυνε τις διαδικασίες για την ανοικοδόμηση του ναού του Αγίου Αχιλλείου, που είχε καταστραφεί από το 1770. Μαζί με το ναό, ανήγειρε το 1794 και το παλιό ελληνικό σχολείο εντός του ναϊκού περίβολου. Έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και πρόσφερε τις υπηρεσίες του μέχρι τον Απρίλιο του 1821, λίγες μέρες μετά την έναρξη της επανάστασης, οπότε και απαγχονίστηκε μαζί με άλλους έγκριτους αρχιερείς ύστερα από φυλάκισή τους στην Κωνσταντινούπολη.

Όμως, η ελευθερία και η δημοκρατία απαιτούν αγώνες και έξω από το πεδίο της μάχης. Και οι Έλληνες το γνώριζαν αυτό. Πριν ακόμα εδραιωθεί η επανάσταση, πριν ακόμα επιτευχθεί η πολυπόθητη ανεξαρτησία, η δημοκρατία είχε ήδη εγκαθιδρυθεί. Παρά τις δυσκολίες οι αγωνιζόμενοι Έλληνες διαμόρφωσαν θεσμούς δημοκρατικούς, μιμούμενοι θα έλεγε κανείς τους αρχαίους προγόνους τους. Το στίγμα έδωσε η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, στην οποία γράφτηκε η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας, ορίστηκε ο τρόπος της προσωρινής λειτουργίας του νεοσύστατου επαναστατημένου ελληνικού κράτους και ψηφίστηκε την 1η Ιανουαρίου 1822 το πρώτο Σύνταγμα, το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», όπως ονομάστηκε. Σ’ αυτό το σύνταγμα ορίστηκε και το εθνικό μας σύμβολο, η ελληνική σημαία. Ο Μακρυγιάννης, σα σύγχρονος Σόλωνας, που πίστευε πως μόνο η ευνομία σώζει το λαό στοχαζόταν: «δεν ήθελα χρήματα και βιο ήθελα σύνταγμα για την πατρίδα μου, να κυβερνηθεί με νόμους και όχι με το έτσι θέλω. Από δικαιοσύνη διψάει η πατρίδα και από ειλικρίνεια». Γιατί ήξερε καλά πως η ελευθερία ήταν βγαλμένη από τα ιερά κόκαλα όλων των Ελλήνων.

Συγχρόνως η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε κορυφαίο πολιτικό γεγονός και για την ιστορία της Ευρώπης. Απασχόλησε την ευρωπαϊκή διπλωματία, ενεργοποίησε τις φιλελεύθερες συνειδήσεις, προκάλεσε το φιλελληνικό κίνημα, όπλισε με προσδοκίες τους ευρωπαϊκούς λαούς που αναζητούσαν την εθνική τους δικαίωση, παρέσυρε κυβερνήσεις μεγάλων δυνάμεων να ενδιαφερθούν είτε ανιδιοτελώς είτε ωφελιμιστικά και στο τέλος να συνεργαστούν και να συνυπογράψουν τα πρωτόκολλα για την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.

Δεν έλειψαν όμως, δυστυχώς, και ο διχασμός, ο τυφλός κομματισμός και ο παροπλισμός άξιων οπλαρχηγών που κόντεψαν να δυναμιτίσουν την ελληνική επανάσταση. Γιατί, όπως έγραψε κι ο εθνικός μας ποιητής στον Ύμνο για την ελευθερία, στον εθνικό μας ύμνο:

«Η διχόνοια που βαστάει

ένα σκήπτρο η δολερή

καθενός χαμογελάει

πάρτο λέγοντας κι εσύ.»

          “Ίσως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά τη γνώμη του”, συμπληρώνει ο Κολοκοτρώνης αλληγορικά και σοφά. “Όταν προστάζουνε πολλοί ποτέ το σπίτι δεν κτίζεται, ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικόν μέρος, ο άλλος εις το αντικρυνόν και ο άλλος εις τον βορέαν, σα να ήτο το σπίτι αραμπάς και να γυρίζει καθώς λέγει ο καθένας¨.

Ο αγώνας άντεξε όμως και έδωσε νικηφόρο αποτέλεσμα χάρη στις απέλπιδες προσπάθειες όλων αυτών των γνωστών και χιλιάδων άγνωστων Ελλήνων αλλά και φιλελλήνων.

Από την εποχή του Μαραθώνα, της Σαλαμίνας και των Θερμοπυλών ως το πρόσφατο παρελθόν οι Έλληνες έδωσαν τρανές αποδείξεις πως η αγάπη για την ελευθερία και η πίστη νικούν.

Όπως χαρακτηριστικά  γράφει ο Σεφέρης:

«Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του Χριστού

και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της     Υπερμάχου Στρατηγού.»

 Το 1821, λοιπόν, δεν είναι μόνο το πέρασμα κάποιων σπουδαίων γεγονότων ή προσώπων  στην αθανασία!  Είναι η απόδειξη πως οι μεγάλοι αγώνες στη ζωή και οι καθοριστικές  μάχες δεν κερδίζονται πάντα από αυτούς που έχουν ποσοτική υπεροχή και εγκόσμια δύναμη, αλλά από αυτούς που επιδεικνύουν μεγαλείο ψυχής και εμπιστεύονται τη θεία δικαιοσύνη. 

Για όλους αυτούς, επομένως όπως γράφει ο Εγγονόπουλος, δηλαδή

«Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους,

για τους γενναίους, τους δυνατούς,

αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα,

τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά».

Είναι το ελάχιστο που μπορούμε και οφείλουμε να τους αποδώσουμε, διατηρώντας πάντα στη μνήμη μας την προτροπή του στρατηλάτη στις 7 Οκτωβρίου 1831 στους μαθητές που πήγαν να τον ακούσουν στην Πνύκα. “Εμάς να μη μας τηράτε πλέον. Το έργον μας και ο καιρός μας επέρασε και αι ημέραι της γενεάς μας, η οποία σας άνοιξε τον δρόμον, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπον οπού ημείς ελευθερώσαμε”.

Ευχαριστώ.