Η φιλαρμονική της Ενορίας Αγ. Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου Λαρίσης συμμετείχε στην Εθνική μας εορτή.

Στο χωριό μας έφτασε μια ομάδα ταλαιπωρημένων Ιταλών, ματωμένη, με ρούχα κουρέλια, με μικρά κουτιά από σανίδια στα πόδια για παπούτσια, με μάτια βασιλεμένα απ’ την πείνα.
Οι γυναίκες του χωριού ξεχύθηκαν στους δρόμους να τους βοηθήσουν…
Βγήκε κι η θεία Γιάγκαινα, που ’χασε τον Στάθη, το πρώτο της παιδί, στο Αλβανικό Μέτωπο.
Έκλαιγε και ζάρωνε πιο πολύ το γέρικο μούτρο της…

«Άσε τα μυξοκλάματα, μα αυτοί σου σκοτώσανε το παιδί σου», της πέταξε κατάμουτρα ο καφετζής ο Λουκάς.
Μα εκείνη ούτε τ’ αποκρίθηκε, ούτε τον κοίταξε. Έσκυψε σ’ έναν Ιταλό που ήταν γερμένος στη μάντρα του καφενείου και της φώναξε κοιτάζοντάς την:
«Μάνα, ψωμί»!
Μία σκίζα όλμου τού είχε φάει τα ρούχα και τη σάρκα στην πλάτη και χαροπάλευε, αλλά δεν σταματούσε να ζητά ψωμί…

Η γριά τού καθάριζε τη ματωμένη πληγή μ’ άσπρο πανί βρεγμένο σε τσίπουρο, έκλαιγε και του μίλαγε:
«Μην κλαις, Στάθη…
Ναι, η μάνα σου είμαι. Μην κλαις…
Έχω και ψωμί και γάλα!»…

Κίμων Φαραντάκης,
ΣΚΟΡΠΙΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ

(Κ. Ν. Χατζηπατέρα – Μ. Σ. Φαφαλιού, ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ 40-44, ΠΟΛΕΜΟΣ-ΚΑΤΟΧΗ, Εκδ.”ΚΕΔΡΟΣ”
Αθήνα 1988, σελ. 56.)

***

Το 1952 ένας Γερμανός, ο Έρχαρτ Κέστνερ, επισκέφτηκε την Κρήτη και το γερμανικό νεκροταφείο, εκεί που είχαν ταφεί οι Γερμανοί στρατιώτες που είχαν χάσει τη ζωή τους στη περίοδο της κατοχής.

Εκεί, με μια μαυροφορεμένη Κρητικιά να ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα.

«Την πλησίασα», λέει ο Κέστνερ «Και τη ρώτησα “Είστε από εδώ;”, “Μάλιστα.”, μου απάντησε. “Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν τους Κρητικούς”, της είπα»

«Παιδί μου, από την προφορά σου φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ στα ’41 με ’44. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης κι έμεινα με τον μονάκριβο γιο μου. Μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο στα 1943 και πέθανε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στο Σαξενχάουζεν. Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου.

Ξέρω όμως πως όλα τούτα ήταν τα παιδιά μιας κάποιας μάνας, σαν κι εμένα. Και ανάβω στη μνήμη τους, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να ‘ρθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιού μου».

***