ΚΑΛΗ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΠΟΡΑ
Η ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΔΡΕΙΑ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΓΕΧΑ
Ὁ Σεβασμιώτατος ἐτέλεσε τόν ἁγιασμό
γιά τήν ἔναρξη τοῦ κατηχητικοῦ ἔργου
στήν αἴθουσα τῆς ΓΕΧΑ
Τήν Κυριακή 19-10-2014 ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λαρίσης καί Τυρνάβου κ. Ἰγνάτιος ἐτέλεσε στήν αἴθουσα τῆς ΓΕΧΑ τόν ἁγιασμό ἐπί τῇ ἐνάρξει τοῦ κατηχητικοῦ ἔτους.
Μετά τόν ἁγιασμό ἀπηύθυνε λόγο οἰκοδομῆς στό πολυπληθές ἀκροατήριο μέ θέμα
«Μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία».
Μεταξύ ἄλλων τόνισε καί τά ἑξῆς:
Ξεκινᾶμε πάντοτε τίς συνάξεις μας μέ θάρρος καί μέ χαρά καί μέ προσευχή πρός τόν Κύριο νά μᾶς ἐνισχύει ὥστε αὐτό τό ἔργο νά ἀποδώσει τούς καρπούς τούς ὁποίους περιμένουμε.
Ἐπέλεξα νά ἀναφερθοῦμε σήμερα στήν πνευματική δειλία.
Ἡ δειλία εἶναι παρεπόμενο τοῦ φόβου καί ὁ φόβος ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ λέξη δειλία παράγεται ἀπό τή λέξη δέος πού σημαίνει φόβος. Καί δειλός εἶναι ὁ πλήρης φόβου, ὁ ἄνανδρος.
Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ἄφοβο. Μέσα στόν Παράδεισο αἰσθανόταν ἀσφαλής καί εἰρήνευε καί ἀπολάμβανε τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἡ δειλία εἶναι πικρός καρπός καί τό ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως. «Τῆς φωνῆς σου ἤκουσα καί ἐφοβήθην» ἀπαντᾶ ὁ Ἀδάμ στήν ἐρώτηση τοῦ Θεοῦ «Ἀδάμ ποῦ εἶ;». Καί ἡ Εὔα «ἐν τῷ παραδείσῳ τό δειλινόν κρότον τοῖς ὠσίν ἠχηθεῖσα τῷ φόβῳ ἐκρύβη».
Ὁ Κύριος μᾶς θέλει τολμηρούς θαρραλέους καί ἀφόβους. Ὁ Κύριος εἶναι ἡ τελεία ἀγάπη ἡ ὁποία «ἔξω βάλλει τόν φόβον». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει: «οὐ γάρ ἐλάβετε πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον ἀλλ’ ἐλάβετε πνεῦμα υἱοθεσίας ἐν ᾦ κράζομεν ἀββᾶ ὁ Πατήρ». Μόνοι μας δημιουργήσαμε τή δειλία.
Τά γνωρίσματα τῶν Χριστιανῶν πρέπει νά εἶναι ἡ ἀφοβία, ἡ παρρησία, ὁ ἡρωισμός, ἡ γενναιότης, ἡ ἀνδρεία.
Τό εὐαγγέλιο δημιουργεῖ ἥρωες, ἀφοβία, ἀνδρεία, γενναιότητα: «οὐ γάρ ἔδωκεν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ». Παραδείγματα ἀφοβίας καί θάρρους καί ἡρωισμοῦ οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μυροφόρες, ὁ εὐσχήμων βουλευτής Ἰωσήφ, ἡ Σαμαρείτισσα, ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στό κεφάλαιο περί δειλίας λέει ὅτι ἡ δειλία εἶναι νηπιακή συμπεριφορά μιᾶς ψυχῆς πού ἐγήρασε στήν κενοδοξία.
Ἐκεῖνος πού ἔγινε δοῦλος τοῦ Κυρίου θά φοβηθεῖ μόνο τόν δικό του Δεσπότη καί ἐκεῖνος πού δέν τόν φοβεῖται, φοβεῖται πολλές φορές καί τή σκιά του.
Οἱ χριστιανοί κατά τούς Πατέρες αἰσθανόμαστε στή σχέση μας μέ τόν Θεό δοῦλοι ἤ μισθωτοί ἤ υἱοί καί κληρονόμοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ δοῦλος διακατέχεται ἀπό τό φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ μισθωτός περιμένει πληρωμή ἀπό τόν Κύριο καί ὁ υἱός μόνο ἀγαπάει καί θυσιάζεται γιά τόν Κύριο. Σ’ αὐτό τό ὕψος φτάνουμε μέ τήν ἀγάπη.
Ὅταν ὁ Κύριος στηλιτεύει τή δειλία στηλιτεύει τήν ἁμαρτία: «Τί δειλοί ἐστέ, πῶς οὐκ ἔχετε πίστιν;». Στήν ἀποκάλυψη (κεφ. 21,8) σέ μιά σειρά ἀπό φοβερά θανάσιμα ἁμαρτήματα τοποθετεῖ πρώτη τή δειλία. Στήν ἄρνηση τοῦ Πέτρου κρύβεται ὁ πειρασμός τῆς δειλίας πού τόν ζοῦμε ὅλοι μας πολλές φορές.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύοντας τό 13ο κεφ. τοῦ προφήτου Ἡσαΐου πού περιγράφει τήν ἡμέρα τή μεγάλη τοῦ Κυρίου λέει ὅτι οἱ ἄγγελοι δέν φοβοῦνται οὔτε τά ἄλογα ζῶα. «Ἡ δειλία εἶναι πάθος τοῦ λογιστικοῦ.
«Οὐ δεῖ τόν Χριστιανόν φοβεῖσθαι καί ἀγωνιᾶν ἐν ταῖς περιστάσεσι μετεωριζόμενον ἀπό τῆς ἐν Θεῷ πεποιθήσεως. Θαρρεῖν δέ ὡς τοῦ Κυρίου παρόντος καί τά κατ’ αὐτόν οἰκονομοῦντος καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διδάσκοντος μέχρι καί ἀποκρίσεως τῆς εἰς τούς ὑπεναντίους». (Ὁ Χριστιανός δέν πρέπει νά φοβᾶται καί νά ἀγωνιᾶ στίς διάφορες περιστάσεις κλονισμένος ἀπό τήν πίστη του στόν Θεό. Πρέπει νά ἔχει θάρρος διότι ὁ Κύριος εἶναι πανταχοῦ παρών καί οἰκονομεῖ αὐτά πού τόν ἀπασχολοῦν καί τό Ἅγιο Πνεῦμα διδάσκει ἀκόμα καί τίς ἀπαντήσεις σ’ αὐτούς πού τοῦ ἐναντιώνονται) (Μέγας Βασίλειος). Γιατί ἦταν θαρραλέοι οἱ μάρτυρες καί μάλιστα τά μικρά παιδιά; Γιατί αἰσθάνονταν συνέχεια παρόντα τόν Κύριο.
Τό ἀντίδοτο τοῦ φόβου εἶναι ἡ ἀγάπη. Νά ἀγαπᾶμε τόν Κύριο μέχρι νά φύγει τελείως ὁ φόβος μέ ὅλα του τά παρεπόμενα.
Ὁ ἀγώνας τῶν Χριστιανῶν διεξάγεται πρό παντός μέ πνευματική ἀνδρεία.
Κατά τούς πατέρες οἱ τέσσερες μεγάλες ἀρετές πού χαρακτηρίζουν τόν Χριστιανό εἶναι ἡ φρόνησις, ἡ σοφία, ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀνδρεία. Ἡ ἀνδρεία κυβερνᾶ τίς σωματικές αἰσθήσεις γιά νά μή μολύνεται ἀπό τήν ἁμαρτία ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου πού συνιστᾶ τόν ἐντός ἡμῶν ἄνθρωπο. Ἡ ἀνδρεία ἀναγεννᾶται καί ἐπωάζεται στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καθαρός καί κάθε μέρα καθαίρεται τόσο περισσότερο τολμηρός εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Καί βγαίνει στόν κόσμο καί τό διαμηνύει μέ κάθε τρόπο ὅτι εἶναι Χριστιανός καί τό διαλαλεῖ καί τό χαίρεται καί ἀποκτᾶ μιά τέτοια εὐτολμία καί παρρησία πού τήν χαίρεται πρῶτα ἡ ψυχή του. «Ἀνδρεία ψυχή νοῦν ἀποθανόντα ἀνέστησε» (Ἰωάννης Κλίμακος).
Καί οἱ πιό δύσκολοι καί ἁμαρτωλοί ἄνθρωποι τήν ὥρα τῆς δικῆς τους δοκιμασίας ἐμπιστεύονται αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού ἔχει ἀποβάλει τήν δειλία ἀπό τήν ψυχή του.
Ἡ ἀνδρεία εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ὁμολογία τῆς πίστης.
Ἄς εὐχηθοῦμε μέ παρρησία καί θάρρος νά βαδίσουμε καί φέτος αὐτόν τόν καλό καί εὐλογημένο δρόμο τῆς ἀκροάσεως καί τῆς τηρήσεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.