Ο ΠΡΩΤΟΣΥΓΚΕΛΛΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΙΜΕΝΑΡΧΗ ΜΑΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΚΛΗΡΟ

τοῦ Ἀρχιμ. Ἀχιλλίου Τσούτσουρα,

Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαρίσης καὶ Τυρνάβου

 Ι. Ν. Ἁγίου Ἀχιλλίου Λαρίσης τῇ  14ῃ/7/2018

Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. κ. Ἱερώνυμε, Σεπτὲ Προκαθήμενε τῆς καθ’ Ἑλλάδα Ἁγιωτάτης Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας,

Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ κ. κ. Ἰγνάτιε, Τοποτηρητὰ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας,

Σεβασμία καὶ Θεοτίμητε τῶν Ἱεραρχῶν χορεία,

Πενθηφόρε τῶν Πρεσβυτέρων, τῶν Διακόνων καὶ τῶν Μοναχῶν Σύλλογε,

Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες,

Ἀπορφανισθὲν ποίμνιον τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας,

Ὁ πνευματικός μας πατέρας, ὁ ἐπίσκοπος τῶν καρδιῶν μας, ὁ φύλακας Ἄγγελος τῆς εὐλογημένης αὐτῆς ποίμνης, ὁ κόσμος τῶν Ἐκκλησιῶν, ὁ στύλος καὶ τὸ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, ἡ ἀσφάλεια τῶν οἰκείων, ἡ καταφυγὴ τῶν πενήτων, ὁ δυσμαχώτατος τοῖς ὑπεναντίοις, ὅπως χαρακτηρίζει τὸν Ἐπίσκοπο, ὁ οὐρανοφάντωρ Μέγας Βασίλειος, κεκοίμηται. Καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ σκόρπισε θλίψη στὶς καρδιὲς ὅλων μας, ἀφοῦ ὁ αἰφνίδιος θάνατός του, μετὰ τὸ πέρας τοῦ χειρουργείου στὴν Ἀμερική, ἔπεσε ὡς κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ τόσο στὸν εὐλαβῆ κλῆρο, ὅσο καὶ στὸν ἠγαπημένο του εὐσεβῆ λαὸ.

Ὁ πράος καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, ὁ ἐλεήμων και συμπαθής, ὁ καρτερικὸς καὶ ὑπομονετικὸς Ποιμενάρχης μας, ὁ τῆς ἀρετῆς φίλος γνήσιος, ἐγκατέλειψε τὴν μακαρία γῆ τῶν Θετταλῶν καὶ τὴν ἐπίγειο πατρίδα του, πορευόμενος πιὰ πρὸς τὴν ποθεινή του πατρίδα, τὴν ὁποία ὄντως σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ καὶ τὴν ἐπίπονη ἀρχιερατεία του, σαφῶς ἐπιποθοῦσε καὶ καρτερικὰ ἀνέμεινε, ὥστε νὰ ἀναπαυθεῖ στὴν μακαρία γῆ τῶν πραέων, πλησίον του Ἀρχιποίμενος Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὁ γλυκὺς καὶ σεμνὸς Ποιμενάρχης μας εἶχε πραγματοποιήσει καὶ κρατοῦσε στὴν ψυχὴ του ὅλη τὴν ἀρετὴ, ἢ γιὰ νὰ πῶ κάτι ἀληθινώτερο, τὴν κρατεῖ ἀκόμη. Διότι ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅποιοι ἔζησαν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη κι ἂν φύγουν ἀπὸ τὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ἀποκαλεῖται Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ· διότι δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ Θεὸς ἐκείνων ποὺ ζοῦν. Ἔτσι σημειώνει στὸν ἐγκωμιαστικό του λόγο, ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς πρὸς τὸν Μεγάλο Ἀθανάσιο.

Τί νὰ ἐξιστορήσω καὶ τί νὰ θαυμάσω ἀπὸ ὅλη του τὴ ζωή, διερωτᾶται ὁ πληγωμένος ἀετὸς τῆς Θεολογίας; Φοβοῦμαι μήπως αὐτὸς ὁ λόγος λάβει μορφὴ ἐπαίνου, πράγμα καθόλου ἀρεστὸ στὸν ἴδιο. Μᾶλλον τὰ περισσότερα θὰ τὰ ἀφήσω σὲ ἐκείνους ποὺ τὰ γνωρίζουν, ποὺ τὸν εἶδαν καὶ τὸν ἔζησαν ἀπὸ κοντά.

Γνώρισε τὸν Θεό, τὸν ὑπηρέτησε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς του, ἔβλεπε πρὸς τὰ ἄνω μὲ τὰ ἔργα του, ἦταν ὅμως ταπεινὸς στὸ φρόνημα. Ἀπλησίαστος στὴν ἀρετή, πολὺ προσιτὸς ὅμως νὰ τὸν συναντήσεις. Πρᾶος, χωρὶς θυμό, συμπονετικός, γλυκὺς στὸν λόγο καὶ γλυκύτερος στὸν τρόπο, ἀγγελικὸς στὴν μορφή, ἀγγελικότερος στὴν ψυχή. Γαλήνιος, ὅταν ἐπιτιμοῦσε, παιδαγωγοῦσε μὲ τὸν ἔπαινο. Κανένα ἀπὸ τὰ δύο μέσα διορθώσεως δὲν κατέστρεφε μὲ τὴν ὑπερβολή. Ἡ ἐπίπληξή του ἦταν πατρικὴ καὶ ὁ ἔπαινός του συγκρατημένος. Ἡ ἠπιότης δὲν γινόταν ἀδυναμία οὔτε ἡ αὐστηρότητα κακία. Ἀλλὰ τὸ πρῶτο ἔμενε στὴν ἐπιείκεια καὶ τὸ δεύτερο στὴν φρόνηση, καὶ τὰ δύο συνιστοῦσαν τὴν χριστιανικὴ φιλοσοφία.

Ἐλᾶτε, λοιπόν, καταλήγει, ὁ Γρηγόριος, νὰ ἀναλογισθοῦμε τὶς ἀρετές του, ὅσοι εἶστε ὑμνητὲς τῆς ζωῆς του…

Ὑμνητὲς καὶ ἐμεῖς σήμερα, τῆς ζωῆς τοῦ μακαριστοῦ Ποιμενάρχου μας, ἀναλογιζόμαστε πρό τῆς σεπτῆς σοροῦ του, τὴν ἄπειρη ἀγάπη του, τὴν ἀνεξικακία του, τὴν ταπείνωσή του ποὺ τὴν ἐνεδύθη ὡς ὁ σίδηρος τὴν φωτιά, τὴν μακροθυμία του καὶ τὴν συγχωρητικότητά του.

Ἕνα κομμάτι τῆς ζωῆς του καὶ ἐμεῖς οἱ κληρικοί του, τὰ πνευματικά του παιδιά, οἱ συνεργοί του στὸ ἔργο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀποχαιρετοῦμε σήμερα μαζί σας, Μακαριώτατε Πάτερ καὶ Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, τὸν καλὸ καὶ στοργικό μας ποιμένα, ποὺ ἔθεσε τὴν ψυχὴ τοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων. Ἀποχωριζόμαστε σήμερα τόν μεγάλο αὐτό ἐκκλησιαστικό ἄνδρα, πού ἐνέπνευσε στήν ψυχή μας, μεγάλα καί ὑψηλά πράγματα, ἐμφύτευσε στίς καρδιές μας τόν Ἰησοῦ Χριστό καί κατηύθυνε τίς ψυχές τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ του, εἰς νομάς σωτηρίους.

Γεννημένος στὴν ἱστορικὴ καὶ εὔανδρο Σαλαμῖνα, ἀνετράφη ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου ὑπὸ τῶν εὐσεβῶν γονέων του, Παύλου καὶ Βασιλικῆς. Μεγάλωσε κάτω ἀπὸ δύσκολες συνθῆκες, ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του σὲ μικρὴ ἡλικία, δὲν στερήθηκε ὅμως τὴν οἰκογενειακὴ θαλπωρὴ ἐξαιτίας τῶν τεσσάρων  σπουδαίων μεγαλύτερων ἀδελφῶν του. Ἡ Μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Φανερωμένης ἔγινε γιὰ τὸν νέο τότε Ἰάκωβο Λάππα, τὸ πνευματικὸ ὁρμητήριο τῶν ἱερῶν ἀναζητήσεών του καὶ ἡ χάρη τῆς Παναγίας τῆς Φανερωμένης, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, τὸν συνόδευε σὲ ὅλα τὰ βήματα τῆς ζωῆς του. Ὁ πνευματικὸς σύνδεσμος μὲ τὸν ἀοίδιμο χαρισματικὸ Γέροντα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Μακρινοῦ, Ἀρχιμανδρίτη  Δαμασκηνὸ Κατρακούλη, τὸν συνοδοιπόρο ὅλης του τῆς ζωῆς, Ἀρχιμανδρίτη Τιμόθεο Λαϊβερᾶ καὶ τὸν πνευματικό τῆς Μονῆς Φανερωμένης, ἀείμνηστο Ἀρχιμανδρίτη Ἰλαρίωνα Ἀθανασίου, ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὴν ὅλη πορεία του καὶ στὴν ἀπόφασή του νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Θεὸ καὶ νὰ διακονήσει πιστὰ τὴν εἰκόνα Του, δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπο. Πτυχιοῦχος τῆς Νομικῆς καὶ ἀσκούμενος Δικηγόρος ἐπ’ ὀλίγον, τελειόφοιτος τῆς ἱερᾶς ἐπιστήμης τῆς Θεολογίας, κείρεται Μοναχὸς τὸ 1976 στὴν Σαλαμῖνα, ὑπὸ τοῦ πνευματικοῦ γεννήτορος τῶν Σαλαμινίων πιστῶν, Μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἄρτης κυροῦ Ἰγνατίου τοῦ Τσίγκρη, ὁ ὁποῖος τοῦ δίδει καὶ τὸ ὄνομά του, αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου. Κατόπιν, τὸ ἴδιο ἔτος, χειροτονεῖται Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος ὑπὸ τοῦ ἀειμνήστου καὶ ἠγαπημένου του Ἐπισκόπου, πρώτου Μητροπολίτου Μεγάρων καὶ Σαλαμῖνος, κυροῦ Βαρθολομαίου, τοῦ ἐπισκόπου της ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης, ὅπως τὸν χαρακτήριζε ὁ ἴδιος, τήν εὐγένεια και την ἀρχοντιά τοῦ ὁποίου ὁμολογούσε και ἐμιμεῖτο, μέχρι τά τέλη τῆς ζωῆς του, ὁ ἀοίδιμος Ιεράρχης μας.  Στὴν Σαλαμίνα ἐπετέλεσε γιὰ δεκαοχτὼ ὁλόκληρα χρόνια μέχρι καὶ τῆς ἐκλογῆς του σπουδαῖο πνευματικὸ καὶ κατηχητικὸ ἔργο, στὴν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου καὶ ὄχι μόνον, ἀναδεικνυόμενος καθημερινά  ὁ ταπεινὸς λειτουργός του Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, ὁ ἀπλανὴς καὶ στοργικὸς πνευματικὸς Πατέρας, ὁ ὑπεύθυνος τῶν παιδικῶν κατασκηνώσεων, ὁ προεξάρχων στὰ ἔργα φιλαλληλίας καὶ ἀγάπης, ὁ λαμπρὸς κήρυκας τῶν εὐαγγελικῶν ἀληθειῶν καὶ κυρίως ὁ πύρινος κατηχητής καὶ ὁδηγὸς τῆς νεότητος, γιὰ τὴν ὁποία τόσο ἐμόχθησε κατὰ τὴν λαμπρὰ ἱερατική του διακονία. Παράλληλα ὑπηρέτησε ἐπὶ δέκα συναπτὰ ἔτη (1984-1994) ὡς Γραμματεὺς τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καὶ Α΄ Γραμματεὺς-Πρακτικογράφος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πλησίον του Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν και πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Σεραφείμ, θέση ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξελέγη τὸ 1994 Μητροπολίτης Λαρίσης καὶ Τυρνάβου, χειροτονηθείς καί στόν βαθμό τοῦ Ἐπισκόπου, ὑπό τοῦ μακαριστοῦ Γέροντός του, Μητροπολίτου Μεγάρων καί Σαλαμῖνος κυροῦ Βαρθολομαίου.

Ἡ ἑπόμενη ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς του θὰ σημαδεύσει ὅλη τὴν ἀρχιερατική του ζωὴ καὶ δράση, καθὼς ὁ μακαρία τῇ λήξει γενόμενος καὶ πολύκλαυστος Ποιμενάρχης μας, θὰ κληθεῖ τώρα σὲ νέους ἀγῶνες, ξένους πρὸς τὸν ἴδιο, προκειμένου νὰ ἀποκαταστήσει τὶς πληγωμένες καρδιὲς τοῦ ποιμνίου του καὶ νὰ θεραπεύσει τὰ τραύματα τῶν μελῶν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Θέτει ὁδηγὸ στὴν πολυποίκιλη πνευματική του δράση τὸν Προστάτη του Ἅγιο Ἀχίλλιο, συμβουλεύεται σὲ κάθε του βῆμα τὸν φωτισμένο πνευματικό του πατέρα καὶ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ μηδὲν νὰ ἀναγεννᾶ σιγὰ-σιγὰ τὶς λαβωμένες καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ στηρίζει καὶ νὰ καθοδηγεῖ τοὺς ἱερεῖς του. Σύνθημά του πρὸς τοὺς ἱερεῖς, ἀλλὰ καὶ τοὺς πιστοὺς ἦταν τὸ ἀποστολικό: « Ὅσο, παιδιά μου, ἐμεῖς ἀγωνιζόμαστε καὶ ἁγιαζόμαστε, τόσο περισσότερο ζοῦμε τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ μποροῦμε νὰ τὴν μεταδώσουμε καὶ στοὺς ἄλλους, ὁ ἀκατάστατος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι εἰρηνικός, ἄλλωστε ὁ Θεός μας, εἶναι ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης καὶ ὄχι τοῦ μίσους καὶ τῆς ἀκαταστασίας(Α΄ Κορινθίους 14΄, 33)».

Ἔτσι τὸ κλίμα σιγὰ-σιγὰ ἄλλαζε καὶ τὸ σκάφος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας προχωροῦσε μὲ ἀργὰ, πλὴν ὅμως σταθερὰ βήματα. Πνευματικοί δέ συμπαραστάτες καί ἀρωγοί στις δύσκολες αὐτές ὥρες τῆς ποιμαντορίας του στάθηκαν τά τελευταῖα χρόνια, ὁ μακαριστός Ἠγούμενος τῆς ἐν Ἄθῳ Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Γρηγορίου, π.Γεώργιος Καψάνης καί ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Βησσαρίωνος Δουσίκου και συμπατριώτης του, Ἀρχιμανδρίτης π.Ἰγνάτιος Ποῦτος, ὁ ὁποῖος μάλιστα μέ πολλή ἀγάπη τόν δέχθηκε στό μυστήριο τῆς Μετανοίας, μία ἡμέρα πρίν ἀπό τήν ἀναχώρησή του γιά τήν Ἀμερική.

 

Στὸ δύσκολο ἔργο τοῦ μακαριστοῦ Ποιμενάρχου μας συνέβαλαν  οἱ εὐπαίδευτοι καὶ ἐμφορούμενοι ἀπὸ θεῖο ζῆλο κληρικοί, καθὼς χειροτόνησε περὶ τοὺς 100 νέους καταξιωμένους κληρικούς, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄριστοι λαϊκοὶ συνεργάτες του. Ἡ σχέση του μέ τούς φορείς τῆς ἐπαρχίας ὅλης καί τούς τοπικούς ἄρχοντες, ὔπῆρξε ὄχι ἀπλώς τυπική ἤ  ὐποδειγματική , ἀλλά οὐσιαστική, ἀληθινή και κυρίως πνευματική. «Ἔφυγε ὁ πατέρας μας καί ὁ ὁδηγός μας», ἐδήλωσαν ὅλοι ἐν ενί στόματι, μέ τήν ἐκδημία τοῦ Ιεράρχου μας, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσαν καί τιμοῦσαν ὅλοι καί χαίρονταν πραγματικά νά συνεργάζονται μαζί του καί νά συστρατεύονται στό πλούσιο ἀλλά ἀθόρυβο   ἔργο του.

Τεσσαράκοντα μεγαλοπρεπεῖς νέοι Ἱεροὶ Ναοί, πολλὰ πνευματικὰ κέντρα, ἀρκετὰ πρεσβυτέρια, τὰ καθημερινὰ συσσίτια τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως «ὁ Ἐπιούσιος» τὰ ὁποῖα φιλοξενοῦσε μέσα στὸ Ἐπισκοπεῖο, τὸ «Κρίκκειο Ἐκκλησιαστικὸ Ὀρφανοτροφεῖο Θηλέων», τὸ Κέντρο Φροντίδας Ἡλικιωμένων ¨Παναγία ἡ Ἀρμενιώτισσα¨, τὸ ¨Χαρίσειο¨ Πνευματικὸ Κέντρο, ἡ Λαρισαϊκὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ραδιοφωνία, ὁ φιλανθρωπικὸς ὀργανισμὸς «Λογίας, Φιλαδελφίας καὶ Ἀλληλεγγύης» τὸ Γραφεῖο Νεότητος, καὶ ἄλλα πολλὰ φέρουν τὴν δική του σφραγίδα, θεμελιώθηκαν καὶ ἐγκαινιάστηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο, λειτούργησαν δὲ ἐπιτυχῶς μέχρι σήμερα, ἔργα γιὰ τὰ ὁποῖα ἐδόξαζε τὸν Θεὸ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε γιατί τὰ προγραμμάτισε καὶ τὰ ὑλοποίησε κάτω ἀπὸ πολὺ δύσκολες συνθῆκες καὶ ἐν καιρῷ θλίψεων καὶ διωγμῶν.

Ἡ ἀγωνία του ἀκόμη γιὰ τὴν στελέχωση τῶν ἱερῶν ἀναλογίων ἦταν ἔκδηλη σὲ ὅλη τὴν ἀρχιερατεία του γι’ αὐτὸ ἐστήριξε ἰδιαίτερα τὸ ἔργο τῆς Σχολῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως «Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος», ἱδρύοντας σὲ πολλὲς περιφέρειες παραρτήματα, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ Σχολή μας νὰ ἀριθμεῖ κατ’ ἔτος 150 μαθητὲς καὶ μαθήτριες καὶ νὰ ἀναφύονται ἐξ αὐτῶν πολλοὶ καὶ ἐκλεκτοὶ Ἱεροψάλτες.

Ἡ μεγάλη του ἀγάπη γιὰ τὸν μοναχισμὸ καὶ τοὺς ἐπιγείους αὐτούς Ἀγγέλους, πού θυσιάζουν τις χαρές τῆς γῆς γιά τήν θέα τοῦ Θεοῦ, τους μοναχοὺς καὶ τὶς μοναχές μας, συνέβαλε τὰ μέγιστα ὥστε ἡ Μητρόπολή μας νὰ ἀποκτήσει ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἀρκετὰ Μοναστήρια, στοὺς πρόποδες τοῦ Ὀλύμπου, ἀνδρικά και γυνακεῖα, μὲ νέες σπουδαῖες ἀδελφότητες, γιὰ τὶς ὁποῖες ὁ πνευματικός μας πατέρας ἰδιαιτέρως ἐκαυχᾶτο.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔργο τὸ κοινωνικὸ καὶ πνευματικό, τὸ κατηχητικὸ καὶ λειτουργικό, ὁ ἀοίδιμος Ποιμενάρχης μας, ἐπετέλεσε ἐντελῶς ἀθόρυβα καὶ ἕνα ἄλλο ἔργο, σπουδαιότερο ἀσφαλῶς, ποὺ ὅλοι μας ἀργήσαμε πολὺ νὰ κατανοήσουμε καὶ τὸ εἴδαμε τώρα ποὺ πλησίαζε τὸ τέλος καὶ ποὺ ἡ ἀσθένειά του ἔκανε τὴν ἐπίσκεψή της στὸ ἤδη ταλαιπωρημένο σῶμα του. Εἶχε ἤδη συγχωρέσει ὅσους τὸν ἐπίκραναν, εἶχε ζητήσει στὸν κατανυκτικὸ ἑσπερινό της συγχωρήσεως εἰλικρινῶς συγγνώμη, ἀπὸ ὅσους ὁ ἴδιος ἄθελά του ἐπίκρανε, εἶχε μιλήσει γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καὶ σιγὰ-σιγὰ εἰσερχόταν σὲ νέους κόσμους, ὥριμος πιά καί ὁλοκληρωμένος,  γεμάτος ἠρεμία, ἐσωτερικὴ εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλίαση. Ἐπιζητοῦσε διαρκῶς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ,  ἦταν ὅπως σέ ὅλη του την ζωή, ἰδιαίτερα εὐσπλαχνικός και δέν ἄντεχε να πονᾶ ἔστω καί τό ἐλάχιστο πλάσμα. Μᾶς εὐλόγησε, μᾶς ἔδωσε τὴν εὐχή του, προσευχήθηκε γιὰ τὸ ποίμνιό του ποὺ τόσο ἀγάπησε καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο αἰσθανόταν ὑπερήφανος καὶ ἀνεχώρησε γιὰ τὴν ποθεινή του πατρίδα, τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Δανείζομαι καὶ πάλι τὰ λόγια του Γρηγορίου στὸ ἐγκώμιο τοῦ εἰς τὸν Μέγα Ἀθανάσιο: « Λαμπροτέρα ἡ τιμή τῆς ἐξόδου Σου ἀπό τήν ζωή, παρότι τῆς εἰσόδου Σου. Πολλά δάκρυα προκάλεσες καί μεγαλύτερη ἀπ’ ὅτι μέ τίς ὁρατές ἐκδηλώσεις ἔκρυψες τήν δόξα Σου μέσα στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων.  Ἀγαπημένε, σεβάσμιε πρεσβύτη, σὲ παρακαλοῦμε νὰ μᾶς παρακολουθεῖς καλοδιάθετα ἀπὸ ψηλὰ καὶ ἐμᾶς καὶ τὸν λαὸ ποὺ εἶναι γύρω σου, νὰ μᾶς κατευθύνεις ὅλους στὴν τελειότητα. Κι ἐμᾶς, ἂν εἰρηνεύουμε, νὰ μᾶς ἔχεις δικούς σου κι ὅλους μαζὶ νὰ μᾶς ποιμαίνεις· ἂν πάλι πολεμοῦμε νὰ μᾶς συνεφέρνεις καὶ νὰ μᾶς κατακτᾶς (μολονότι εἶναι μεγάλο ὅ, τι σοῦ ζητῶ) νὰ μᾶς παίρνεις μαζί σου καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ὁμοίους σου μέσα στὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου μας.»

Ἔτσι κάπως σὲ ἀποχαιρετοῦμε καὶ ἐμεῖς σήμερα, μὲ συγκίνηση μεγάλη καὶ μὲ δακρύβρεχτους τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλησμόνητε πνευματικέ μας πατέρα, καὶ σὲ εὐχαριστοῦμε γιατί μᾶς δίδαξες πολλὰ μὲ τὴν γενναιότητά σου, μὲ τὴν ἀγαθότητα τῆς καρδίας σου, μὲ τὴν ἀνεξάντλητη ὑπομονὴ καὶ καρτερία σου, μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχες μέσα στὴν καρδία σου, μὲ τὸ πηγαῖο καὶ εἰλικρινὲς χαμόγελό σου, μὲ τὴν προσήλωσή σου στὴν ἱερὰ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μὲ τὴν ἀγωνία σου νὰ εἴμαστε ὅλοι ἑνωμένοι καὶ ἀγαπημένοι κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, Αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἐσὺ τόσο πολὺ πόνεσες, ὑπέφερες, ὑπέμεινες καὶ μαρτύρησες ἐπὶ τῆς γῆς, αὐτὸ μᾶς ἀφήνεις ὡς τὴν σπουδαιότερη παρακαταθήκη σου, νὰ πορευόμαστε ἀπὸ τοῦδε ἐν εἰρήνῃ καὶ ὁμονοίᾳ …

Οἱ ἄμβωνες τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς σου δὲν θὰ ξανακούσουν τὰ θεολογικὰ καὶ τόσο ὠφέλιμα κηρύγματά σου καὶ ἐμεῖς δὲν θὰ ἀναγνώσουμε πάλι τὰ θαυμάσια κείμενα ποὺ συνέτασσες καὶ δημοσίευες στὸ ἀγαπημένο σου περιοδικὸ «Τὸ Τάλαντο» καὶ τὰ ὁποῖα τόσο ἐνίσχυαν τὸν καθημερινὸ ἄνθρωπο στὸν ἀγῶνα του.

Πορεύου, Μακαριστέ μας Ποιμενάρχα, τὸν δρόμο τῆς αἰωνιότητος, χωρὶς πόνους τώρα, θλίψεις καὶ δοκιμασίες. Ἡ τελευταία ἐπί τῆς γῆς δοκιμασία σου ἦταν ἡ πολυήμερη παραμονή σου στό ψυχρό  Νεκροτομεῖο τοῦ Μαϊάμι, ἐκεῖ πού εὔκαμπτο ἀκόμη σέ ντύσαμε, μέ τά ἱμάτιά σου και τό τίμιο ράσο σου, πού τόσο ἐτίμησες ἐπί τῆς γῆς!  Τώρα πιὰ κανεὶς δὲν θὰ ἀμφισβητεῖ οὔτε τὸ ἔργο σου, οὔτε πολὺ περισσότερο τὶς διαθέσεις σου. Ὕψωσε τὰ ἀρχιερατικά σου χέρια καὶ εὐλόγησέ μας, ἐναπόθεσε τοὺς δερματίνους χιτῶνες, πορεύου πρὸς τὸν δρόμο τοῦ ἁγίου Θεοῦ, ἐνδεδυμένος τὴν στολὴν τῆς ἀρχιερατείας σου, κρατῶντας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸν σταυρὸν τοῦ Κυρίου Σου, ἄφησε τώρα τὴν Αἴγυπτο, τὸν ἰλυώδη βίο τῆς παρούσης ζωῆς. Πέρνα, ὄχι τὴν ἐρυθρὰ ἐκείνη, ἀλλὰ τὴν μέλαινα ταύτην καὶ ζοφώδη τοῦ βίου θάλασσαν τῆς ἐπιγείου ζωῆς καὶ πορεύου πρὸς τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἐκεῖ ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων. Καὶ τώρα ποὺ ἔλυσες ἐδῶ καὶ τόσες ἡμέρες τὸ ὑπόδημα τῆς ψυχῆς σου, περπάτα μὲ θάρρος καὶ μὲ καθαρὸ τὸν βηματισμὸ τῆς διανοίας, τὴν ἁγία γῆ, αὐτὴν ποὺ ἐκ νεότητός σου ἐπεπόθησες, ἐκεῖ ὅπου βλέπεται καὶ συναντᾶται ὁ Θεός( Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης).

Τὴν εὐχή σου Γεροντά μας!