Ο Άγιος Νικόλαος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα Στ’ του Σοφού (886-912). Επειδή διακρινόταν για την ανδρεία και τις ικανότητές του, διορίστηκε από τον αυτοκράτορα επικεφαλής του στρατιωτικού σώματος της Λάρισας. Σε μια αραβική επιδρομή του έτους 901 ή 902 έκρινε σκόπιμο να εγκαταλείψει τη Λάρισα και κατέφυγε μαζί με τους στρατιώτες του στο όρος Τέρναβον. Στη μάχη που ακολούθησε οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν από τους Άραβες. Οι σύντροφοι του Νικολάου συνελήφθησαν όλοι και μαρτύρησαν. Ο Νικόλαος κατόρθωσε να γλιτώσει και να διαφύγει στα Βούναινα της Λάρισας. Οι Άραβες, όμως, κατόρθωσαν να τον βρουν και τον πίεσαν να αρνηθεί τον Χριστό. Ο Νικόλαος δεν ενέδωσε στις πιέσεις τους και τότε οι διώκτες του τον θανάτωσαν (9 Μαΐου 901 ή 902). Αρκετό χρόνο μετά το θάνατο του ο δούκας της Θεσσαλονίκης Ευφημιανός, ενώ εδέετο προ της σορού του Αγίου Αχιλλίου, του υπεδείχθει με όραμα να μεταβεί στα Βούναινα, όπου ήταν θαμμένο το λείψανο του μάρτυρος Νικολάου. Ο Ευφημιανός πήγε στα Βούναινα, βρήκε το λείψανο του Αγίου Νικολάου και έχτισε ναό προς τιμή του μάρτυρα.