«Ποιήσωμεν τήν ζωήν ἡμῶν ἑορτήν μίαν»
Τήν Κυριακή 23 Ὀκτωβρίου ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λαρίσης κ. Ἰγνάτιος ἐτέλεσε στήν αἴθουσα τῆς ΓΕΧΑ τόν ἁγιασμό γιά τήν ἔναρξη τοῦ κατηχητικοῦ ἔργου καί στή συνέχεια μίλησε μέ θέμα: «Ποιήσωμεν τήν ζωήν ἡμῶν ἑορτήν μίαν»
Ὁ Σεβασμιώτατος ὁμιλητής εἶπε μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς:
«Ἔχω μιά ὄμορφη πνευματική ἐμπειρία, ἡ ὁποία ὁπωσδήποτε συμπίπτει καί μέ τίς δικές σας ἐπιθυμίες καί ἀναζητήσεις καί θἄθελα νά μιλήσουμε ἀπόψε γι’ αὐτήν. Ὁ ἀοίδιμος Γέροντάς μου, ὁ πνευματικός μου πατέρας, ὁ «παπποῦς», ὁ π. Δαμασκηνός τοῦ Μακρινοῦ, μᾶς ἔλεγε ὅτι ὅλη ἡ ζωή μας πρέπει νά γίνῃ μία ἑορτή. Ὅτι πρέπει νά χαιρώμαστε κάθε ὥρα καί κάθε στιγμή τοῦ ἐπιγείου βίου μας σάν ἑορτή. Νά χαιρώμαστε ὅπως τίς ἑόρτιες ἡμέρες καί ὧρες. Καί ὅταν ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, ἡ Γερόντισσα στήν πρώτη μου ἑορτή μοῦ ἔστειλε μία ἑόρτια κάρτα μέ τήν φωτογραφία του κάτω ἀπ’ τήν ὁποία ἔγραψε τόν λόγο τοῦ «παπποῦ»: «Δεσπότη μου, ποιήσωμεν τήν ζωήν ἡμῶν ἑορτήν μίαν».
Αὐτή εἶναι ἡ ἀναζήτησις τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Κύριος ἐπί τῆς γῆς τίς ἑορτές εὕρισκε σάν ἀφορμή γιά νά κηρύξῃ. Σάν νά ἔλεγε ὅτι καί τό κήρυγμα, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι στοιχεῖο τῆς ἑορτῆς.
Ὁ σύγχρονος ὅμως ἄνθρωπος ἐξωστράκισε καί τίς ἑορτές. Δέν ταιριάζει στόν σημερινό μηχανοκρατούμενο πολιτισμό μας κατά τήν γνώμη τους ἡ ἑορτή. Οἱ ἑορτές μπῆκαν στό περιθώριο ἤ καί ἀποχρωματίστηκαν γιά τούς πολλούς.
Ὅμως «βίος ἀνεόρταστος μακρά ὁδός ἐστίν ἀπανδόκευτος». Χωρίς ἑορτές αὐτός ὁ βίος τί θἆναι; Ἕνας μεγάλος δρόμος χωρίς πανδοχεῖα νά ἀνασάνῃ, νά σταθῇ, νά ξεκουρασθῇ ὁ ἄνθρωπος. Καί νά πού πάλι τώρα στήν ἐποχή μας ἄνθρωποι, πού παγιδεύτηκαν ἀπό τίς νεωτεριστικές ἰδέες τους καί κατήντησαν μηχανές παραγωγῆς στόν κόσμο, κάνουν τήν βαρυσήμαντη καί μελαγχολική ὁμολογία ὅτι «ὁ πολιτισμός μας ἔχασε τή δύναμι νά ἑορτάζῃ». Γι’ αὐτό ἀκούγεται ἔντονα τό σύνθημα «ἐπιστροφή στήν ἑορτή» ἀπό Ἀμερική καί Εὐρώπη. Δέν τούς γεμίζουν οἱ ἀνούσιες ἑορτές πού εἶχαν ἐφεύρει γιά νά ἐξυπηρετοῦν τό σύστημα καί νά αὐξάνουν τό εἰσόδημα, ὅπως «ἡ ἑορτή τῆς γαλοπούλας» στήν Ἀμερική ἤ γιορτή διαφόρων προϊόντων μέχρι καί τά δικά μας χωριά.
Ἡ ἑορτή στήν Ὀρθοδοξία μας εἶναι γνήσια Ἑορτή μ’ ὅλο τό πνευματικό της ὑπόβαθρο. Στήν «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή» ἡ Ὀρθοδοξία ἐδημιούργησε τόν θεανθρώπινο πολιτισμό. Τόν πολιτισμό πού ὄχι μόνο δέν ἔχασε τή δύναμι νά ἑορτάζῃ, ἀλλά πού κάνει τή ζωή μιά διαρκῆ ἑορτή καί τήν ἑορτή ζωή τῶν ἀνθρώπων.
«Ἀεί γάρ ἡμῖν ἐστιν ἑορτή· καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἑορτή ἐστιν», λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Κι αὐτό τό λέγει ὁ Ἅγιος μετά λόγου γνώσεως, κι ἀπό τήν ἄφθαστη βιωματική του ἐμπειρία. Ζοῦσε εἰς βάθος τό μέγεθος «Ἐκκλησία», ἡ ὁποία μέ τήν Θεολογία της, μέ τήν ἁγιοπατερική της παράδοσι καί μέ τήν γλυκειά Θεία Λατρεία της μᾶς κάνει μετόχους τῆς χαρᾶς τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσά μας.
Τήν πρώτη καί δυνατή αἴσθησι ἑορτῆς τήν δίνει τό Ἅγιο Πάσχα: «Ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις…» Ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα διά τόν Χριστιανό δέν διαρκεῖ μία Ἑβδομάδα μόνο, ἀλλά, ὅπως διδάσκει ὁ χρυσοῦς ἅγιος, «πᾶς ὁ χρόνος ἑορτῆς ἐστι καιρός τοῖς Χριστιανοῖς διά τήν ὑπερβολήν τῶν δοθέντων ἀγαθῶν». «Ἑορτάζομεν τά χαριστήρια», κατά τόν Ζιγαβηνόν, «ἑορτάζειν γάρ χρή ἐπί ταῖς μεγάλαις δωρεαῖς», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Οἰκουμένιος.
«Ἀεί Πάσχα», λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, «δυνάμεθα ἐπιτελεῖν». «Χριστός Ἀνέστη, χαρά μου», ἔλεγε ὅλο τό χρόνο ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ κι ὁ μέγας Εὐδοκίμωφ λέγει ὅτι «στήν λατρευτική ζωή τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ ἄνθρωπος πανηγυρίζει ἀδιάκοπα τήν χαρμόσυνη ἑορτή τῆς Συναντήσεως». Ἐμεῖς στήν Ἐκκλησία μας διαρκῶς ἑορτάζουμε καί ζοῦμε ἀπό τώρα τήν χαρά τῆς ἐσχατολογικῆς «Καινῆς Κτίσεως».
Καί βέβαια ἡ Ἐκκλησία μας μέ τά ἱερά Μυστήριά της ὅλη τήν ζωή μας τήν μεταβάλλει σέ διαρκῆ ἑορτή. Πρό πάντων ἡ γέννησις, ἡ βάπτισις, ὁ ἀρραβώνας, ὁ Γάμος εἶναι ἀφορμές ἑορτῶν καί ἐναλλαγές ἑόρτιες μέσα στό βίο καί μέ τή συμμετοχή τῶν πιστῶν σ’ αὐτά ὅλη ἡ ζωή της ἑορτοποιεῖται.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, «ὁ χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας», εἶναι ἡ ἀφορμή τῆς χαρᾶς καί τῆς ἑορτῆς. Αὐτός τοῦ ὁποίου ἡ θέα τοῦ προσώπου Του εἶναι ἡ ἄληκτη χαρά, ἡ πλήμμυρα τῆς χαρᾶς, ἡ ζωή καί τό περίσσευμα ζωῆς, πού ἀναβλύζει ἀπό κάθε ἕναν πού ζεῖ τήν ἐν Χριστῷ ζωή, σύμφωνα μέ τό λόγο Του, «ἐγώ ἦλθον, ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσι».
Ἡ ἑορτή στήν Ὀρθοδοξία ἔχει καί κοινωνική διάστασι. Ἐπιδρᾶ ἡ ἑορτή καί χαρίζει γιορτινό χρῶμα στήν κάθε προσπάθεια καί ἐνέργειά μας καί ὀμορφαίνει τά πάντα.
Ἡ Ἐκκλησία προεορτάζει καί μεθεορτάζει τίς μεγάλες γιορτές, θέλοντας νά μᾶς δείξῃ ὅτι δέν πρέπει νά ἐξερχώμαστε ἀπό τό ἑόρτιο κλῖμα ποτέ.
Ἡ βίωσις τῆς ἑορτῆς εἶναι εὐκαιρία πραγματικῆς μεταμορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς παραινεῖ· «Τοῦτο τῇ ἑορτῇ καρποφόρησον, τήν καλήν ἀλλοίωσιν ἀλλοιώθητι». Καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος προτρέπει: «Σχολῆς γάρ ἔχομεν χρείαν πρός τό γνῶναι τόν Θεόν». Πρέπει νά γίνῃ σχόλη, ἑορτή, γιά νά ἐμβαθύνουμε στό μέγα μυστήριο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Δυστυχῶς ὅμως καί σ’ αὐτό ὑπάρχουν παρεκκλίσεις. Τήν ἑορτή οἱ κακότροποι ἄνθρωποι τήν μετέτρεψαν σέ ψυχαγωγία καί τήν ψυχαγωγία τήν εὐτέλισαν σέ διασκέδασι. Ἡ διασκέδασις, ὁ σκορπισμός δηλαδή τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, δέν ἔχει τίποτε ἀπό τό πνεῦμα τοῦ ὅρου ἑορτή. Γι’ αὐτό διασκεδάζουν καί δέν ψυχαγωγοῦνται οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Διασκεδάζουν καί δέν ἑορτάζουν, κατά τήν Ὀρθόδοξη ἔννοια τῆς ἑορτῆς. Ψυχαγωγεῖται κατά τά ἀνθρώπινα καί δέν χαίρεται. Ὁ ἀείμνηστος καί φίλτατος ἀδελφός, ὁ λόγιος ἁγιορείτης Μοναχός Μωϋσῆς γράφει κάπου· «Εἶναι λυπηρό νά περνοῦν οἱ ἑορτές ἀνεόρταστα. Νά μεγαλώνῃ ἡ μοναξιά, ἡ πλήξη, τό ἄγχος, ὁ ἐκνευρισμός, στήν προσπάθεια νά διασκεδάσῃ ὁ ἄνθρωπος καλύτερα. Καί τί εἰρωνεία! Νά ἐπιστρέφῃ στό σπίτι του μετά ἀπό μιά πολυδάπανη διασκέδασι πιό μόνος, πιό ἄδειος, πιό κουρασμένος ἀπό ὅ,τι ὅταν ξεκίνησε».
Ἐλᾶτε λοιπόν νά ἑορτάσουμε. Νά κάνουμε ὅλοι μας τή ζωή ἑορτή. Νά ζοῦμε τίς ὄμορφες μέρες καί τά χρόνια μας, «συνεορτάζοντες ταῖς φιλεόρτοις τάξεσιν», τήν ἀέναο ἑορτή τῶν ἑορτῶν καί πανήγυρι τῶν πανηγύρεων, τήν Ἁγία Ὀρθόδοξη Πίστι μας».