Δεῦτε ἴδωμεν
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2019
Κάθισμα Ἦχος δ’ – Κατεπλάγη Ἰωσὴφ
Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ, μετὰ τῶν Μάγων Ἀνατολῆς τῶν Βασιλέων. Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ. Ποιμένες ἀγραυλοῦσιν, ᾠδὴν ἐπάξιον· Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν Σπηλαίῳ τεχθέντι, ἐκ τῆς Παρθένου, καὶ Θεοτόκου, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
«Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων καί μᾶς γεμίζει μέ δέος καί μᾶς προκαλεῖ νά πάρουμε τό δρόμο γιά νά φθάσουμε ἐκεῖ πού γεννήθηκε ὁ Χριστός μας.
Ὅμως ἄς ρίξουμε μία ματιά στούς ἑαυτούς μας.
Ὁ ὕμνος καί αὐτά τά Χριστούγεννα προκαλεῖ «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός», κι ἐμεῖς τί κάνουμε; Πήραμε τήν ἀπόφαση νά ὑπακούσουμε στό κάλεσμα αὐτό ἤ μήπως ἀκόμη δέν ξεκινήσαμε; Μήπως εἴμαστε προσκολλημένοι στίς ἐργασίες μας; Μήπως σάν τή Μάρθα «μεριμνοῦμε καί τυρβάζουμε περί πολλά» (Λουκ.1,42); Μήπως τό ἄγχος, ἡ ἔνταση, τά νεῦρα μας καί ἡ φροντίδα μας γιά νά τά προλάβουμε ὅλα, μᾶς κάνουν νά μήν ἔχουμε ἀκόμη ξεκινήσει;
Ὑπάρχουν ὅμως κι ἄλλες δικαιολογίες πού μᾶς ἐμποδίζουν νά πάρουμε τόν δρόμο γιά νά συναντήσουμε τόν Κύριο καθώς ἀναφέρει ἡ παραβολή τοῦ Μεγάλου Δείπνου, «ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν» (Λουκ.14,8).
Βέβαια ὁ ἀπ.Παῦλος μᾶς προτρέπει νά ἀποφεύγουμε τίς πολλές μέριμνες τῆς ζωῆς «ἀδελφοί, ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστιν, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι, καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες, καὶ οἱ ἀγοράζοντες ὡς μὴ κατέχοντες, καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου. θέλω δὲ ὑμᾶς ἀμερίμνους εἶναι» (Α΄κορ.7,29-31) καί μᾶς τονίζει προτρέποντάς μας στήν αὐτάρκεια καί τήν ὀλιγάρκεια τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν γράφοντας στόν ἀπ.Τιμόθεο «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα. οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν» (Α΄Τιμ.6,8-9).
«Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί», καλεῖ ὁ ὕμνος κι ἐμεῖς βρισκόμαστε ἀκόμη παγιδευμένοι ἀπό τόν πειρασμό τῆς ὀκνηρίας. Πόσο ὄμορφα ὅμως μᾶς προτρέπει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, «ἕως τίνος, ὀκνηρέ, κατάκεισαι; πότε δὲ ἐξ ὕπνου ἐγερθήσῃ; ὀλίγον μὲν ὑπνοῖς, ὀλίγον δὲ κάθησαι, μικρὸν δὲ νυστάζεις, ὀλίγον δὲ ἐναγκαλίζῃ χερσὶ στήθη» (Παροιμ.6.9-10).
Κι ἐμεῖς τί κάνουμε, λοιπόν; Ἀκόμη κοιμόμαστε; Ἀκόμη παραμένουμε ἀναποφάσιστοι; Γιατί δέν ξεκινοῦμε; Γιατί δέν ἀκολουθοῦμε «ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ»;
Μέ πόση λαχτάρα ὁ ἀπ.Παῦλος πορεύονταν πρός τό μαρτύριο! «καὶ νῦν ἰδοὺ ἐγὼ δεδεμένος τῷ πνεύματι πορεύομαι εἰς Ἱερουσαλήμ» (Παρξ.20,22).
Ἐκεῖνος δεμένος μέ τά δεσμά τῆς ὑπακοῆς στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ πορεύεται, ἀλλά ἐμεῖς σκεφθήκαμε μέ ποιά δεσμά εἴμαστε δεμένοι καί ποιό πνεῦμα μᾶς σέρνει καί ποῦ μᾶς πηγαίνει; Πολλά εἶναι τά δεσμά τῆς ἐποχῆς μας. Ἡ ὕλη, οἱ ἀπολαύσεις, τά ἠλεκτρονικά, οἱ λάθος συντροφιές, ἡ μόδα, ἡ γνώμη τῶν πολλῶν καί τόσα ἄλλα.
Ὅμως καί αὐτή τή χρονιά ὁ ὕμνος καλεῖ, «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί» καί σάν κάτι νά σκιρτᾶ μέσα μας. Κάτι μᾶς προκαλεῖ. Εἶναι ἡ «φωνὴ τοῦ ἀδελφιδοῦ μου καί κρούει ἐπὶ τὴν θύραν. Ἄνοιξόν μοι, ἀδελφή μου» (Ἄσμ.Ασμ.5,2) ἀλλά ἐμεῖς δέν εἴμεθα ἀκόμη ἕτοιμοι. Τό κάλεσμα μᾶς βρῆκε σέ ὥρα πού πρέπει νά ἀναπαυτοῦμε, νά χαλαρώσουμε, νά ξεκουραστοῦμε ἀπό τίς πολλές μας δουλειές. «Τέτοια ὥρα, πῶς νά ἀκολουθήσουμε», καί βρίσκουμε ἀμέσως τή δικαιολογία «Ἐξεδυσάμην τὸν χιτῶνά μου, πῶς ἐνδύσομαι αὐτόν; ἐνιψάμην τοὺς πόδας μου, πῶς μολυνῶ αὐτούς;» (Ἄσμ.Ασμ.5,3). «Τέτοια ὥρα βρῆκες καί σύ νά μᾶς καλέσεις; Τέτοια ὥρα χτυπάει κι αὐτή ἡ καμπάνα; Κοιμόμαστε, παρακαλοῦμε μή μᾶς ἐνοχλεῖτε». Ἀλλά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν σταματᾶ. Στέκεται ἔξω ἀπό τήν πόρτα καί μᾶς καλεῖ τονίζοντας ὅτι, ὅποιος εἶναι δυνατός καί νικήσει τόν πειρασμό θά τόν τιμήσει βάζοντάς τον νά καθίσει μαζί του στόν θρόνο τῆς θείας δόξης, «ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν,…Ὁ νικῶν, δώσω αὐτῷ καθίσαι μετ’ ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου. (Ἀπ.3,20-21).
Ἄς τρέξουμε, λοιπόν, νά ἀνταποκριθοῦμε σήμερα χωρίς ἀναβολή, διότι τό ποτέ δέν ξέρουμε πού θά μᾶς ὁδηγήσει, καί τονίζει ὁ ἀπ.Παῦλος «σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν» (Ἑβρ.3,7).
Καί ὁ θεῖος ὕμνος συνεχίζει νά μᾶς καλεῖ, «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός» καί τελικά ξεκινήσαμε. Πήραμε τό δρόμο, ἀλλά δέν ἀκούσαμε τόν Κύριο πού φωνάζει, «εἰσέλθετε διὰ τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν» (Ματθ.7,13). Ἐμεῖς διαλέξαμε τήν πλατειά πύλη. Διαλέξαμε τήν ἄνετη χριστιανική ζωή. Διαλέξαμε τόν δρόμο τῶν ἀνέσεων, τῶν εὐκολιῶν, τοῦ βολέματός μας, τῶν ἐπιθυμιῶν μας, τῶν συναισθημάτων μας, καί βολευτήκαμε σάν τόν πλούσιο τῆς παραβολῆς «ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λουκ.21,19).
Τελικά ὅταν ἀφυπνιζόμαστε ἀπό τήν ἀπάτη τῶν ἀνέσεων καί τοῦ βολέματός μας καί ἀποφασίζουμε νά ξεκινήσουμε, τότε καταλαβαίνουμε ὅτι μᾶς εἶναι ἀδύνατον νά πάρουμε τόν δρόμο πού θά μᾶς ὁδηγήσει στόν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διότι τελματώσαμε στό βοῦρκο. Κωλύσαμε στίς λάσπες τῶν ἐπιθυμιῶν μας καί τότε καταλαβαίνουμε ὅτι πήραμε λάθος δρόμο καί γι’αὐτό δέ φθάνουμε, γιατί χαθήκαμε στά καλέσματα τῶν τόσων κοσμικῶν προκλήσεων. Ἀλλά ἔστω καί σ’ αὐτό τό κατάντημα πού βρισκόμαστε ἀκοῦμε καί πάλι τόν ὕμνο νά μᾶς καλεῖ «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός». Πῶς ὅμως; Μέ ποιό τρόπο ἀφοῦ κωλύσαμε στό βοῦρκο τῶν ἐπιθυμιῶν μας;
Τήν λύση μᾶς τήν δίνει καί πάλι ἡ ἀγάπη τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ μας διά τοῦ προφήτου Ἰωήλ: «ἐπιστράφητε πρός με ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ὑμῶν καὶ ἐν νηστείᾳ καὶ ἐν κλαυθμῷ καὶ ἐν κοπετῷ· καὶ διαρρήξατε τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ μὴ τὰ ἱμάτια ὑμῶν καὶ ἐπιστράφητε πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν, ὅτι ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων ἐστί, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ μετανοῶν ἐπὶταῖς κακίαις (Ἰωήλ 2,12-13).
Καί μετά ἀπό τόσα καλέσματα ἀποφασίσαμε νά ξεκινήσουμε. Ἀποφασίσαμε νά γίνουμε καλοί ἄνθρωποι. Ἔξω ἀπό ὅλες καί ὅλα ἐκεῖνα τά συστήματα καί τίς δεσμεύσεις, τά ταμπού, τά παλαιομοδίτικα, τά τῶν ἀνθρώπων συστήματα, πού δέν δημιουργοῦν πρόοδο καί δέ μᾶς ἀφήνουν νά πορευθοῦμε στή ζωή μας ἐλεύθερα. Δέ μᾶς ἀφήνουν νά πορευθοῦμε χωρίς ἀπαγορεύσεις, χωρίς ἐντολές, χωρίς σωτῆρες, χωρίς ἐπεμβάσεις στή ζωή μας. Ναί, λοιπόν, ἀποφασίσαμε νά πᾶμε στόν νεογέννητο Χριστό, μόνοι μας, ὡς καλοί ἄνθρωποι, ὡς ἀνθρωπιστές, ἀφοῦ μάλιστα αἰσθανόμαστε ὅτι ξέρουμε τόν δρόμο, πού θά μᾶς φέρει κοντά στόν Χριστό καί ὅτι μποροῦμε νά τόν βαδίσουμε μόνοι μας. Φωνάζει βέβαια ὁ καλός Θεός: «πρόσεχε σεαυτῷ καὶ φύλαξον τὴν ψυχήν σου σφόδρα» (Δευτ.4,9) κι ἐμεῖς μέ τόση ἄνεση ἀπαντοῦμε· «ἐντάξει μεγάλοι εἴμαστε, ξέρουμε νά περπατᾶμε στή ζωή μας». Ἔτσι πήραμε θάρρος ἀπό τόν ἑαυτό μας καί ξεκινήσαμε. Θελήσαμε νά ξεφύγουμε ἀπό ὅλους καί ἀπό ὅλα. Γίναμε καλοί ἄνθρωποι, κατά τή γνώμη μας ἄν και ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ λέγει ὅτι «ὁ ἄφρων ἑαυτῷ πεποιθὼς μίγνυται ἀνόμῳ» (Παροι.14,32). Γίναμε χαρταετοί καί πετᾶμε ψηλά στόν οὐρανό, καί ἐκεῖ ψηλά πού ἀνεβήκαμε νιώσαμε ὅτι κάποια σχοινιά μᾶς κρατοῦν καί μᾶς κάνουν ὅ,τι θέλουν. «Μά ἐμεῖς θέλουμε νά φύγουμε ἐλεύθεροι ἀπό δεσμεύσεις, ἐντολές καί νόμους πού συνεχώς ἠχοῦν στά αὐτιά μας, «νήστεψε, πήγαινε ἐκκλησία, ἐξομολογήσου, μήν κάνεις πολιτικό γάμο, μήν ντύνεσαι ἔτσι…» καί ἄλλα πολλά καί ἀναρωτιόμαστε: «Μά γιατί νά ὑπάρχουν στή ζωή μας τόσα ΜΗ καί ἄλλα τόσα ΟΧΙ; δέν εἴμαστε κακοί ἄνθρωποι. Δέν εἴμαστε ὑποκριτές. Δέν κάνουμε μεγάλο σταυρό καί πολλά ἄλλα». Καί ἐνῶ αὐτοί οἱ προβληματισμοί στριφογυρίζουν στό μυαλό μας παίρνουμε την ἀπόφαση νά κόψουμε ὅλα αὐτά τά σχοινιά πού δεσμεύουν τή ζωή μας, καί τότε νιώσαμε ἐλεύθεροι. Ἐλεύθεροι νά πετάξουμε, γιά νά φθάσουμε στόν Θεό μας. Ἀλλά ἐκείνη τή στιγμή ἦλθε ἡ μεγάλη ἔκπληξη. Κόβοντας, τίς ρίζες μας, τίς παραδόσεις μας, τά ἤθη καί τά ἔθιμα τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος μας βρεθήκαμε ελεύθεροι μεν αλλά ανάμεσα στους νεκρούς καθώς λέει και ο ψαλμωδός: «ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος» (Ψαλμ.87,5-6).
Στό σημεῖο αὐτό ἄς δοῦμε αὐτά πού γράφει ὁ Σ.ΚΟΝΔΟΣ ὁ Κερκυραῖος στό βιβλίο του Παλαιά Ἱστορία «Ἐάν ἀγνοῶμεν ὅσα παρῆλθον, ἤμεθα πάντοτε βρέφη· τὶς γάρ ἐστιν ὁ βίος τῶν ἀνθρώπων, ἄν μή ἐνωθῇ ἡ γνῶσις τῶν παλαιῶν πργμάτων μετά τῆς γνώσεως τῶν καθ’ ἡμᾶς;» (Η/Υ Φακ.ΒΙΒΛΙΑ-ΙΣΤΟΡΙΚΑ Παλαιά Ιστορία Σ.ΚΟΝΔΟΥ Κερκυραίου τ.Α Προλεγόμενα 2,4).
Φυσικά μετά ἀπό τόσες περιπέτειες δύσκολα θά ξεκινοῦσε κανείς νά φθάσει μόνος του στό νεογέννητο Χριστό καί εἴπαμε·
«Ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ». Ὅμως δέν ἔχουμε ροῦχα, διότι μέσα στίς τόσες τρέλες τῆς ζωῆς μας καταστρέψαμε τήν στολή μας. Δέν ἔχουμε ἔνδυμα κατάλληλο, ὅπως ψάλλει καί ὁ ὑμνογράφος τοῦ Μεγάλου Κανόνος: «Διέρρηξα τὴν στολήν μου τὴν πρώτην, Ἀπώλεσα τὸ πρωτόκτιστον κάλλος καὶ τὴν εὐπρέπειάν μου»· (Μεγ.Κανόνος) καί ἀκόμη, ἀτενίζοντας ὅλους τούς ἄλλους πού βαδίζουν γιά τή φάτνη, ὅπου γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὅλοι τους ἔχουν κάτι νά προσφέρουν στό νεογέννητο. «Οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον, οἱ οὐρανοὶ τὸν Ἀστέρα, οἱ Ποιμένες τὸ θαῦμα, ἡ γῆ τὸ σπήλαιον, ἡ ἔρημος τὴν φάτνην· οἱ Μάγοι τὰ δῶρα» ὅμως ἐμεῖς χαζεύοντας στούς δρόμους τῆς ζωή μας δέν προκάναμε νά ἀποκτήσουμε δῶρα.
Κάποιος εἶπε νά τοῦ προσφέρουμε τίς ἁμαρτίες μας.
Μά ὅλοι φέρνουν πολύτιμα Δῶρα κι ἐμεῖς τίς ἁμαρτίες μας; Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε γιά μᾶς ἄνθρωπος κι ἐμεῖς θά τόν λερώσουμε μέ τίς ἁμαρτίες μας; Ἐξ ἄλλου τίς ἁμαρτίες, ὁ καλός Θεός, μᾶς τίς καθάρισε μέ τό βάπτισμα καί τήν ἐξομολόγηση, ἀφοῦ στόν Ἰορδάνη δέν βαπτίσθηκε γιά νά καθαρισθεῖ, ἀλλά γιά νά μᾶς καθαρίσει σάν ἄλλο σαποῦνι.
Τίς ἁμαρτίες μας, λοιπόν, ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, τίς ξέπλυνε μέ τό Ι.Μηστύριο τῆς Ἐξομολογήσεως.
Τότε τί θά τοῦ προσφέρουμε;
Τίς ἀρετές μας. Τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον μας. Τήν ταπείνωση, τήν ὑποταγή ὡς δοῦλοι Χριστοῦ. Τήν ἀγόγγυστη πορεία μέ τόν σταυρό μας, τή χαρά, τήν εἰρήνη καί ὅλο τόν πλούτων τῶν ἀρετῶν μας, τίς ὁποῖες ξεχνᾶμε γιατί πιό πολύ ἀσχολούμαστε μέ τά πάθη μας, παρά μέ τίς ἀρετές μας.
«Ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ» ἐκεῖ πού μᾶς ὁδηγεῖ τό ἀστέρι. Ἄς ἀκολουθήσουμε τούς Μάγους μέ τά δῶρα ἤ ἄς ξαγρυπνήσουμε μαζί μέ τούς ποιμένες πού ἀγραυλοῦν γιά νά ἀκούσουμε τῶν ἀγγέλων τήν «ἐπάξιον ᾠδήν». Καί λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «Πολλοί γάρ εἰσιν αἱ σωτηρίας ὁδοί, πᾶσαι φέρουσαι πρός Θεοῦ κοινωνίαν· ἅς χρή σ΄ όδεύειν» (Γρ.Θεολ.ποίημα 11,1225 ΕΠΕ τ.10 σελ.130).
Φυσικά στήν πορεία μᾶς αὐτή, πρός τόν Χριστό, ὑπάρχουν καί οἱ λαοπλάνοι. Αὐτοί πού φωνάζουν «ἐδῶ ὁ Χριστός» «ἐκεῖ ὁ Χριστός», σάν τούς ἐμπόρους στά πανηγύρια, καί μᾶς μπερδεύουν, ἀλλά ὁ Κύριος μᾶς προειδοποιεῖ: «ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται…. Ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν. ἐὰν οὖν εἴπωσιν ὑμῖν, ἰδοὺ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐστί, μὴ ἐξέλθητε, ἰδοὺ ἐν τοῖς ταμείοις, μὴ πιστεύσητε·» (Ματθ.24.24-26)
Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐξηγεῖ “αἱ σωτήριαι ὁδοί, πᾶσαι φέρουσαι πρός Θεοῦ κοινωνίαν»· (ποίημα 11,1225 ΕΠΕ τ.10 σελ.130). Οἱ δρόμοι πού νομίζουμε ὅτι μᾶς ὁδηγοῦν στή σωτηρία εἶναι πολλοί, ἀλλά σωστοί δρόμοι εἶναι μόνον οἱ δρόμοι πού μᾶς ὁδηγοῦν στήν ἑνότητα μέ τόν Χριστό μας. Οἱ πολλές φωνές καί τά πολλά καλέσματα, λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, δημιουργοῦν φθόνους, μῖσος, διχασμούς καί τονίζει «Ἡ μισαδελφία δίδωσι χώραν τῷ Ἀντιχρίστῳ· προετοιμάζει γάρ ὁ διάβολος τὰ σχίσματα τῶν λαῶν, ἵνα εὐπαράδεκτος γένηται ἐρχόμενος. Μὴ γένοιτο δὲ μηδένα τῶν ἐνταῦθα, μηδὲ τῶν ἀλλαχοῦ δούλων τοῦ Χριστοῦ, προσδραμεῖν τῷ ἐχθρῷ» (ἁγ.Κυρίλ.Ἱεροσ.Κατηχ.Φωτ.15,9.ΕΠΕ τ.2 σελ.132)
Ὅμως καθώς γιορτάζουμε Χριστούγεννα καί αὐτή τή χρονιά, καί πάλι ὁ ὡραῖος ὕμνος μᾶς καλεῖ: «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός». Ἄς πάρουμε λοιπόν, τήν ἀπόφαση νά πορευθοῦμε γιά νά συναντήσουμε τό νεογέννητο Χριστό μας. Ἄς πᾶμε ὅλοι μαζί, ἑνωμένοι καί ἀγαπημένοι, ἀκολουθώντας τό Ἀστέρι, μαζί μέ τούς Μάγους καί τούς ποιμένες. Ὅλοι μαζί ἑνωμένοι μέ τόν ἐπίσκοπό μας, τούς ἱερεῖς μας, τούς πνευματικούς ἀδελφούς μας καί γενικά τούς φιλενάρετους Χριστιανούς, γιά νά φθάσουμε ἐκεῖ στή Φάτνη ὅπου «Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως» καί ὅπου ὁ Ἰησοῦς Χριστός μᾶς καλεῖ γιά νά μᾶς πεῖ. Ἐλᾶτε «ἵνα εἰδῇς ὅτι οὐκ ἔστιν ὡς ἐγὼ ἄλλος ἐν πάσῃ τῇ γῇ»· Γεν.9, 14.
24 Δεκεμβρίου 2019
Πανηγυρικός Ἑσπερινός Χριστουγέννων.
Ἱερός Μητροπολιτικός Ναός Ἁγίου Ἀχιλλίου Λαρίσης
Ἀρχιμ.Νικηφόρος Κοντογιάννης