Ἑσπερινά Κηρύγματα Ι. Μ. Λαρίσης καί Τυρνάβου
2ον ΜΑΘΗΜΑ
Βιβλίον Παλαιᾶς Διαθήκης «Κριταί»- Κεφ. Α΄ (1,1-8)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Κρ. 1,1 Μετά τον θάνατον του Ιησού του Ναυή ρώτησαν οι Ισραηλίται τον Κυριον λέγοντες· “ποία από τις φυλές μας θα αναλάβει να επιτεθή κατά των Χαναναίων ως αρχηγός του πολέμου εναντίον αυτών”.
Κρ. 1,2 Ο Κύριος απήντησε· “η φυλή του Ιούδα θα αναλάβει ως αρχηγός τον πόλεμον αυτόν. Ιδού, έχω παραδώσει εις τα χέρια αυτής την χώραν των Χαναναίων”.
Κρ. 1,3 Η δε φυλή του Ιούδα είπε τότε εις την γειτονικήν της φυλήν του Συμεών· “έλα και συ μαζί μου στην κληρονομιά μου, δια να αντιπαραταχθώμεν μαζί εναντίον των Χαναναίων. Επειτα δε και εγώ θα έλθω μαζί σου δια να εκκαθαρίσωμεν την ιδικήν σου κληρονομίαν”. Πράγματι η φυλή του Συμεών επορεύθη μαζί με την φυλήν Ιούδα στον πόλεμον.
Κρ. 1,4 Η φυλή του Ιούδα εβάδισε κατά των Χαναναίων, ο δε Κύριος παρέδωκε τους Χαναναίους και τους Φερεζαίους εις τας χείρας αυτών. Εφόνευσαν δε από αυτούς εις την πόλιν Βεζέκ δέκα χιλιάδας άνδρας.
Κρ. 1,5 Κατέλαβαν δε τον Αδωνιβεζέκ δηλαδή τον βασιλέα της Βεζέκ εντός της πόλεως, επετέθησαν εναντίον αυτού και εφόνευσαν τους Χαναναίους και Φερεζαίους.
Κρ. 1,6 Ο βασιλεύς της Βεζέκ ετράπη εις φυγήν. Αλλά τον κατεδίωξαν οι Ισραηλίται, τον συνέλαβαν και του έκοψαν τα μεγάλα δάκτυλα από τας χείρας και τους πόδας του.
Κρ. 1,7 Είπε δε ο Αδωνιβεζέκ· “εγώ έκοψα τα δάκτυλα των χειρών και των ποδών εβδόμηκοντά βασιλέων, οι οποίοι και συνέλεγαν κάτω από την τράπεζάν μου τα μικρά κομματάκια ψωμιού και τροφών που έπιπτον. Οπως λοιπόν εγώ έκαμα εναντίον εκείνων, έτσι και με ετιμώρησε τώρα ο Θεός”. Οι Ισραηλίται ωδήγησαν αυτόν εις την Ιερουσαλήμ, όπου και απέθανεν.
Κρ. 1,8 Οι άνδρες της φυλής του Ιούδα ανέλαβον πόλεμον εναντίον της Ιερουσαλήμ, κατέλαβον αυτήν και επέρασαν εν στόματι μαχαίρας τους κατοίκους της, την δε πόλιν παρέδωσαν στο πυρ.
* * *
Στό πρῶτο αὐτό μάθημα ἀπό τό ὑπέροχο Βιβλίο τῶν Κριτῶν, μετά το είσαγωγικόν, διακρίνουμε τήν μεγάλη ἀγωνία τῶν Ἰσραηλιτῶν, μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Ποιός στ’ ἀλήθεια θά σταθεῖ τώρα μπροστά καί ποιός θά κληθεῖ στό νέο αὐτό πόλεμο πού κατ’ ἀνάγκη θά γίνει ἀπό ’μᾶς ἐναντίον τῶν Χαναναίων; διερωτῶνται.
Ἀποθάρυνση καί ἀπογοήτευση ἐπικρατεῖ στό λαό, πού θά καταφύγει τελικά στόν ἕνα καί μοναδικό παντοτινό καί παντοδύναμο Θεό του.
Ὁ Θεός λοιπόν κατευθύνει τώρα τόν ἀπροστάτευτο λαό του νά κάνουν τήν ἀρχή τῆς ἐπιθέσεως κατά τῶν κατοίκων τῆς Χαναάν χωρίς φόβο, χωρίς δειλία, μέ θάρρος καί δύναμη. «Εἶναι δίκαιος ὁ ἀγῶνας σας, τούς λέει, καί ἐπομένως θά δικαιωθεῖτε. Ἡ φυλή σας εἶναι ἡ δυνατότερη καί ἡ πλέον τιμημένη καί ὅπως ὑπῆρξε παντοῦ πρώτη στίς τιμές καί στήν ἱστορία ἔτσι θά βρεθεῖ καί τώρα πρώτη στίς μάχες. Θά εἶσθε ἑνωμένοι μέ τούς ἀδελφούς σας, μέ τούς συγγενεῖς σας, μ’ ὅσους εἴχατε κοινό πρόγονο καί Πατριάρχη τόν Ἰακώβ».
Ἐδῶ προβάλλονται ἔντονα οἱ ἔννοιες καί οἱ ἰδέες τῆς ἀλληλοκατανόησης, τῆς ἀλληλεγγύης, τῆς ὁμόνοιας, τῆς ἑνότητας, τῆς συμπόρευσης καί τῆς ἀγάπης. Οἱ ἄνθρωποι σέ κάθε ἐποχή, ὅταν βίωναν τήν ἀγάπη, λέει ὁ νέος Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, αἰσθάνονταν ἰδιαίτερα δυνατοί καί εὐλογημένοι γιατί ὁ Θεός πού εἶναι ὁ Ἴδιος ἀγάπη, τούς ἔδινε ἀκατανίκητη δύναμη, θάρρος, γενναιότητα, ἰσχύν.
Στή συνέχεια, γίνεται λόγος γιά τούς εὔρρωστους καί τούς δυνατούς, οἱ ὁποῖοι δέν πρέπει τήν ὥρα τῆς ἀποκορύφωσης τῆς δόξας τους νά περιφρονοῦν τούς ἀσθενέστερους ἀλλά νά τούς ἐνθαρρύνουν καί νά τούς βοηθοῦν. Δέν πρέπει στίς καρδιές τους νά κυριαρχεῖ ὁ ἐγωϊσμός καί ἡ ὑπερηφάνεια ἀλλά ἡ ὑψοποιός ταπείνωσις, διότι ὅπως μᾶς παραγγέλλει ὁ θεῖος Παῦλος «διά τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις» (Γαλ. ε΄,13). Ὁ καθένας πρέπει νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δοῦλο καί ὑπηρέτη τοῦ ἄλλου καί νά θυσιάζει τό ἐγώ του καί τήν ἀνάπαυσή του γιά τή διακονία, τή στήριξη καί τή βοήθεια τοῦ ἄλλου. Αὐτό θά πεῖ ἀγάπη. Καί μόνο διά τῆς ἀγάπης αὐτῆς γινόμαστε σωστοί καί πραγματικοί Χριστιανοί.
Κατόπιν, βλέπουμε ἐφαρμοσμένο τό πνεῦμα τῆς φιλοσυγγενείας, φιλαδελφίας καί ἀγάπης τῶν δύο ἱστορικῶν φυλῶν, τῆς φυλῆς τοῦ Συμεών καί τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα. Δυνατοί καί ἀγαπημένοι οἱ δύο αὐτοί λαοί θά ἀντιμετωπίσουν καί θά χτυπήσουν ἀσφαλέστερα τόν ἐχθρό. Ἀλλά χρειάζεται καί ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ, διότι ὅπως λέει καί ὁ Δαυΐδ: «ἐάν μή Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων» (Ψαλμ. 126,1΄). Ὅσες στρατιές, ὅσα τάγματα, ὅση δύναμις, δέν φτάνουν νά κυριεύσουν τήν πόλη αὐτή ὅταν δέν τή φρουρεῖ ὁ Κύριος. Καί ἐνίκησαν καί ὄχι μόνον ἠττήθηκαν οἱ Χαναναῖοι καί οἱ Φερεζαῖοι, ἀλλά δοξάστηκαν κιόλας. Νοικοκύρης στή γῆ εἶναι μόνον ὁ Θεός. Αὐτός ὁρίζει τήν γῆ καί Αὐτός κανονίζει τά σύνορα κάθε λαοῦ. Καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε φιλοξενούμενοι τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἀρετές τῆς εὐγνωμοσύνης, τῆς ἀνταπόδοσης καί τῆς ὀφειλομένης Χάριτος καί τῆς ἔκφρασης τῆς εὐχαριστίας προβάλλονται ἐδῶ καί εἶναι πολύ διδακτικές, διότι κατά τό Μέγα Βασίλειο, ἡ εὐγνωμοσύνη γεννᾶ πολλά καί πλούσια πνευματικά δῶρα, μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τά λυπηρά καί μᾶς ἀνταμοίβει μέ τά μεγάλα στεφάνια τῆς ὑπομονῆς, τῆς πληρότητας καί τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἡ εὐγνωμοσύνη ἀπουσιάζει ἔρχεται ἡ ἀχαριστία ὅπως συνέβη μέ τούς Χαναναίους καί τούς Φερεζέους. Ἐγκαταστάθηκαν στή Χαναάν πού ἀνῆκε στόν Κύριο. Τούς φιλοξένησε ἐκεῖ ὁ Κύριος γιά πάρα πολλά χρόνια. Καί αὐτοί, ἀντί νά ἔχουν καρδιά γεμάτη εὐγνωμοσύνη καί εὐλάβεια πρός τόν εὐεργέτη τους, τόν ξέχασαν ὁλοκληρωτικά. Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά ἔγιναν καί εἰδωλολάτρες. Καί ἀντί νά προσκυνοῦν καί νά λατρεύουν τόν ἀληθινό Θεό καί δημιουργό τους, λάτρεψαν τά εἴδωλα. Ἁμάρτησαν, διεφθάρησαν, ἀποστάτησαν. Παρά τίς εὐκαιρίες πού τούς ἔδωσε ὁ Θεός καί τόν μακρύ καιρό τῆς μετανοίας, ἐκεῖνοι ἔμειναν ἀδιόρθωτοι. Ὁ Κύριος ἀπέστρεψε τότε τό πρόσωπό Του σέ ἐκείνους καί ἔστειλε τίς δύο φυλές τοῦ Ἰσραήλ ὡς ἐκτελεστές τῆς δικαίας ἀποφάσεως πού εἶχε ἐκδώσει ἔναντι τῶν σκληρῶν καί ὄντως ἀμετανοήτων αὐτῶν λαῶν. Καί ἔπεσεν ὁ Βασιλεύς Ἀδωνιβεζέκ, δηλαδή ὁ κύριος καί δεσπότης τῆς Βεζέκ. Τιμωρήθηκε σκληρά, μέ τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο πού καί αὐτός πρωτύτερα εἶχε κάνει τό ἴδιο ὄχι σέ ἕναν καί σέ δύο, ἀλλά σέ ἑβδομήντα Βασιλεῖς πού κατά καιρούς αἰχμαλώτευσε.
Ὁ λαός μας λέει, ὅπως στρώνει κανείς, ἔτσι καί κοιμᾶται. Ὁ Θεός ἀργεῖ ἀλλά δέν λησμονεῖ. Στήν περίπτωση τοῦ Ἀδωνιβεζέκ καί πάλι φάνηκε εὐεργετικός ὁ Θεός. Μετανόησε ὁ Βασιλεύς καί εἶπε: «καθώς οὖν ἐποίησα οὔτως ἀνταπέδωκέ μοι ὁ Θεός», καί ἀπέθανε. Βλέπουμε ἐδῶ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τήν ἐπιβεβαίωση τῆς ἐντολῆς του πρός ἐμᾶς, κανέναν ποτέ νά μήν κρίνουμε, ὅσο σκληρός καί ἄν φαίνεται.
Ἄς ἐνσκύψουμε στά πολλά μηνύματα τοῦ πρώτου Κεφαλαίου τῶν Κριτῶν καί ἄς παραδειγματιστοῦμε, ἀγαπῶντας τόν συνανθρωπό μας, βοηθῶντας τόν πτωχό καί τόν ἀδύνατο, μή κρίνοντας κανέναν καί ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στή Θεία Πρόνοια καί στή δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.