Κύπρος, Ιούλιος του 1974. Τα σύννεφα του πολέμου κυκλώνουν απειλητικά την Μεγαλόνησο. Η σκοτεινή αράχνη της Αμερικανικής διπλωματίας και δολοπλοκίας, ο δολοφόνος των λαών, υπουργός των Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσιντζερ, υφαίνει με απίστευτη μαεστρία τον ιστό μέσα στον οποίο θα εγκλώβιζε και θα θανάτωνε μια για πάντα τα όνειρα και τις προσδοκίες των Πανελλήνιων.
Η χούντα εξακολουθεί να θεωρεί τον Μακάριο ως τον πλέον θανάσιμο εχθρό της και προχωρεί στην ανατροπή του με το στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974.
Ο Αρχιεπίσκοπος, ως εκ θαύματος, βγαίνει ζωντανός μέσα από το φλεγόμενο προεδρικό Μέγαρο της Λευκωσίας και με την απόλυτη συνδρομή των Βρετανών φθάνει τελικώς στην Ν. Υόρκη. Στις 19 Ιουλίου του 1974, από του βήματος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αναφέρεται στην κατάλυση της συνταγματικής τάξεως και των δημοκρατικών δικαιωμάτων του κυπριακού Λαού από το καθεστώς των Αθηνών και απευθύνει έκκληση προς το Συμβούλιο Ασφαλείας να πράξει ότι είναι δυνατόν προς αποκατάσταση της συνταγματικής τάξεως.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας, αρνείται να θέσει σε λειτουργία τους μηχανισμούς του για την αποκατάσταση της εννόμου τάξεως στο νησί και νίπτει τας χείρας του, όταν το πρωί της 20ης Ιουλίου, η Τουρκία με την βοήθεια και των βρετανών επεμβαίνει δήθεν για την προστασία των τουρκοκυπρίων και σκορπά τον όλεθρο.
Ο εκφραστής της Αμερικανικής διπλωματία Χένρι Κίσιντζερ, ανησυχεί για την διάρρηξη της συνοψής του ΝΑΤΟ και δίνει οδηγίες στους διπλωματικούς του υφισταμένους να κινούνται διαρκώς μεταξύ Αθηνών και ’γκυρας, προκειμένου να προλάβουν το ενδεχόμενο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου.
Στην Αθήνα η χούντα αποδεικνύεται ανίκανη να διαχειρισθεί την κρίση και παραδίνει την εξουσία στους πολιτικούς, οι οποίοι αναλίσκονται σε πανηγυρικές εκδηλώσεις για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, την ίδια ακριβώς στιγμή που στην Τουρκία δηλώνουν αμήχανοι από την απρόσμενη και ηρωική αντίσταση των μαχητών της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛ.ΔΥ.Κ. Το εγχείρημα της εισβολής οδηγείται σε αποτυχία και οι τούρκοι στρατηγοί θεωρώντας ως δεδομένο ότι θα υπάρξει Ελλαδική στρατιωτική αντίδραση, ψάχνουν απεγνωσμένα διέξοδο, για να οργανώσουν και να διευρύνουν το μικρό προγεφύρωμα που κατόρθωσαν να δημιουργήσουν στα παράλια της Κερύνειας. Έτσι συναινούν στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας για κατάπαυση του πυρός και αρχίζουν συνομιλίες για την επίτευξη ειρηνικής λύσεως.
Ενώ όμως, η δική μας πλευρά σέβεται απολύτως την εκεχειρία, οι τούρκοι επιτίθενται διαρκώς και προσπαθούν να επεκτείνουν το μικρό στρατιωτικό προγεφύρωμα που δημιούργησαν τις πρώτες μέρες του πολέμου προετοιμάζοντας την τελική επίθεση. Όταν μάλιστα ο τότε προεδρεύον της κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκος Κληρίδης ζητά προθεσμία λίγων ωρών για να απαντήσει αφού προηγουμένως διαβουλευθεί με την Ελληνική κυβέρνηση και την τουρκική πλευρά, η Τουρκία εξαπολύει τον Αττίλα ΙΙ.
Ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών μάλιστα, άπλωνε με αλαζονεία και κομπασμό τους χάρτες και ζητούσε να αποδεχθούμε την παράδοση του 33% του κυπριακού εδάφους στους τούρκους.
Όταν βεβαίως δεν αποδεχθήκαμε τα σουλτανικά τελεσίγραφα και η διάσκεψη ναυάγησε την νύχτα της 13ης Αυγούστου του 1974, την επομένη το πρωί τα τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη άρχισαν και πάλιν να σφυροκοπούν ανηλεώς το κυπριακό έδαφος. Η μητέρα Ελλάδα μπορεί να δήλωνε βεβαίως, δια του υπουργού της των Εξωτερικών, ότι προτιμούσε τον πόλεμο από την ταπείνωση, αλλά δεν έπραξε το παραμικρό για να αποτρέψει τον βιασμό και την ατίμωση. Η Τουρκία εν ονόματι μιας δήθεν «ειρηνευτικής επιχείρησης» σφάζει, ατιμάζει, λεηλατεί, προσφυγοποιεί και ερημώνει την ίδια ακριβώς στιγμή που η Αθήνα είναι ακόμα μεθυσμένη από την απρόσμενη επάνοδο της Δημοκρατίας!
Κύπρος 20 Ιουλίου 2002. Η φετινή μαύρη επέτειος βρίσκει τον Ελληνισμό ενώπιον φοβερών διλημμάτων. Οι διάφοροι διαμεσολαβητές απέβαλαν και το τελευταίο φύλλο συκής και με τις ενέργειες τους χωρίς περιστροφές ρίχνουν νερό στο μύλο της τουρκικής αδιαλλαξίας, στην προσπάθεια τους να εκθεμελιώσουν δια παντός την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η αναφορά χάνει στα «κράτη» του «Νότου» και του «Βορρά» δείχνουν ανάγλυφα την στάση του Διεθνούς παράγοντα. Ένας Διεθνής παράγοντας, που για πολλοστή φορά αποδεικνύει πως δεν ενδιαφέρεται για την ηθική και το δίκαιο, αλλά επιδιώκει λύση μέσα στα πλαίσια των ευρύτερων οικονομικών και γεωστρατηγικών του συμφερόντων.
Η δήλωση του κατά τα άλλα μετριοπαθούς κυβερνητικού εκπροσώπου της Κύπρου, κ. Μιχάλη Παπαπέτρου, ότι οι ξένοι τώρα μας ζητούν να εγκαταλείψουμε την διαδικασία του «πάρε – δώσε», την οποία οι ίδιοι υιοθέτησαν ή επί το ακριβέστερο μας επέβαλαν και να εφαρμόσουμε την μέθοδο του «δώσε – δώσε», μήπως και με αυτό τον τρόπο τιθασεύσουμε τις επεκτατικές διαθέσεις της τουρκικής πλευράς, προσδιορίζει επακριβώς την ανηθικότητα των ξένων διαμεσολαβητών.
Προς επίρρωση των παραπάνω σας μεταφέρω την θέση της τουρκοκυπριακής εφημερίδας «Αφρικα», που πριν λίγες μέρες έγραψε: «Οι Αγγλοαμερικανοί υποκινούν την Τουρκία για έναν πόλεμο στην Κύπρο. Ονειρεύονται αιματοχυσία».
Εδώ και έξι μήνες εν τω μεταξύ βρίσκεται σε εξέλιξη ο απευθείας διάλογος μεταξύ του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και του κατοχικού ηγέτη, μίσθαρνου της ’γκυρας, Ραούφ Ντενκτάς. Ένας διάλογος ο οποίος εξελίσσεται για πολλοστή φορά σε εργαλείο για την προώθηση των απαράδεκτων τουρκικών αξιώσεων. Έτσι με μαθηματική ακρίβεια οδηγούμαστε στις αγκάλες του τουρκικού επεκτατικού θηρίου και στην επιβολή λύσεων, οι οποίες όπως φαίνεται θα είναι σύμφωνες με το «Οθωμανικό δίκαιο» και όχι το Ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και οι απειλές για θερμό επεισόδιο σε περίπτωση εντάξεως της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, χωρίς να προηγηθεί η επίλυση του Κυπριακού. Κανένας δεν δύναται να γνωρίζει, εάν οι τούρκοι είναι αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε υλοποίηση των απειλών τους, ή εάν οι απειλές τους εντάσσονται μέσα στον γενικότερο σχεδιασμό των σκοτεινών κέντρων αποφάσεων, με σκοπό να μας εκβιάσουν την δεδομένη στιγμή, επισείοντας την απειλή του πολέμου για να αποδεχθούμε τις απαράδεκτες λύσεις. Όπως, όμως και εάν έχουν τα πράγματα εμείς θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα τα ενδεχόμενα. Η υπόθεση των S – 300, όπου ενδώσαμε στις απειλές της ’γκυρας δεν πρέπει να επαναληφθεί.
Είναι φανερό λοιπόν ότι όσο πλησιάζει η καταληκτική ημερομηνία για την ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι πιέσεις και οι εκφοβισμοί, που θα έχουν ως στόχο να αποδεχθούμε τα τετελεσμένα θα εντείνονται. Το παρελθόν διδάσκει ότι οι τούρκοι είναι εκ των πλέον ειδικών στις προβοκατόρικες ενέργειες. Γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται κανενός είδους εφησυχασμός ειδικά τώρα που η Τουρκία μαστίζεται από πολιτική αστάθεια και τα γεράκια καθοδηγούν και πάλιν τον Αττίλα.
20 Ιουλίου του 2002 σήμερα έχουν περάσει κιόλας 28 χρόνια. Το μόνο που απόμεινε για να μας το θυμίζει, είναι η γραμμή αντιπαράθεσης και η πράσινη γραμμή που η δολοπλοκία των βρετανών χάραξε, πολλά χρόνια πριν τον Ιούλιο του 1974. Η ζωή σταματά στο «σύνορο» που υπάρχει στην μοιρασμένη Πρωτεύουσα μας. Την πόλη των Λευκών Θεών. Εκεί που κάποιες μάνες των αγνοουμένων αιχμαλώτων μας και λιγοστοί αρνητές των τετελεσμένων, αδιαφορώντας για την κίβδηλη καλοπέραση των υπολοίπων αντιστέκονται. Είναι το αντίβαρο μιας ξεχασμένης υποθέσεως που ματώνει πλέον τους λίγους και βολεύει τους πολλούς.
Θέλει αρετή, δικαιοσύνη, σοφία και συλλογική ευθύνη η υπόθεση της ειρήνης. Εάν επιβληθεί διαφορετικά, αλίμονο σε αυτούς που θα κλιθούν να καταβάλλουν το τίμημα. Αλίμονο σε μας δηλαδή!
Αυγουστίνος Χ. Αυγουστή
Εκπαιδευτικός