Η ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ

Αρχική Σελίδα>Αρθρογραφία>Η ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ Η ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ

Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή

Η ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ

Αποσύρεται λοιπόν η ένδοξη Ελληνική Μεραρχία και η Κύπρος μένει ανοχύρωτη και έρμαιο στις ορέξεις των νεοσουλτάνων της ‘Αγκυρας. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η Χούντα δεν αντιστάθηκε καθόλου στο ιταμό τελεσίγραφο της ‘Αγκυρας. ‘Αλλοι ισχυρίζονται ότι ο Μακάριος μετά τα γεγονότα της Τηλλυρίας και τις συνεχείς προστριβές τις οποίες είχε με όλες τις Eλληνικές κυβερνήσεις δεν ένοιωθε τόσο καλά και άνετα με την παρουσία της Ελληνικής Μεραρχίας και μάλλον ανεχόταν την παρουσία της παρά την επιθυμούσε. Γι’ αυτό και κατηγορήθηκε ότι δεν αντιστάθηκε στην απόσυρση της, κάτι που πολύ ορθώς έπραξε σε ότι αφορά την αξίωση της Τουρκίας για διάλυση της Εθνικής Φρουράς.
Ο Αλέξης Παπαχελάς στην σελίδα 394 του βιβλίου του «Ο ΒΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ» γράφει για το θέμα αυτό: «Ο Μακάριος ήταν συνεπώς ενήμερος αλλά και σύμφωνος για την απομάκρυνση της ελληνικής μεραρχίας, που ήταν ουσιαστικά ο κύριος όρος της ‘Αγκυρας. Οι αμερικανοί διπλωμάτες υποψιάζονταν από καιρό ότι ο κύπριος ηγέτης επιθυμούσε κατά βάθος την αποχώρηση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, που τις θεωρούσε «κράτος εν κράτει», παράγοντα που περιόριζε την εξουσία του στην μεγαλόνησο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της αμερικανικής μεσολάβησης, ο Μακάριος όχι μόνο δεν διατύπωσε καμία αντίρρηση για την απομάκρυνση της μεραρχίας, αλλά φαινόταν να την υποστηρίζει, ζητώντας ταυτόχρονα και την απομάκρυνση των δυνάμεων της ΕΛ.ΔΥ.Κ. και της ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ. που προβλέπονταν από τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Ο ρόλος του Αρχιεπισκόπου κατά την διάρκεια της κρίσιμης περιόδου δεν έχει ποτέ αποσαφηνιστεί, ενώ η απόφαση για την απομάκρυνση έχει έκτοτε χρεωθεί μόνον στην ελληνική κυβέρνηση».
Στην σελίδα 404 του ίδίου βιβλίου του Αλέξη Παπαχελά διαβάζουμε: «η μεσολάβηση Βάνς απέτρεψε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο και έδωσε μία ακόμη προθεσμία για την επίλυση του Κυπριακού. Οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τζόνσον ήταν πεπεισμένοι πως αν υπήρχε δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση στην Αθήνα, η επίλυση της κρίσης δεν θα ήταν καθόλου εύκολη. «Το παράδοξο είναι πως το πραξικόπημα στην Ελλάδα έκανε κατά παράξενο τρόπο εφικτή την αποτροπή της σύρραξης, για τον απλό λόγο ότι η χούντα ήλεγχε τον Τύπο και μπόρεσε να τον συγκρατήσει από την υπερβολική προβολή του θέματος», πίστευε ο Μπάτλ (συντονιστής του Staed deparprmend της αποστολής Βάνς) , ο οποίος θεωρούσε ότι «οι Έλληνες ήταν πιο ελαστικοί, γεγονός σημαντικό, που δεν πρέπει να υποτιμηθεί». Ο Βάνς πίστευε εξάλλου ότι η χούντα δέχτηκε τη συμφωνία που ο ίδιος είχε διαπραγματευθεί με την ’γκυρα, προκειμένου να ικανοποιήσει την Ουάσιγκτον και να εξασφαλίσει τη συνέχιση της υποστήριξης της».
Για το ίδιο θέμα ο Ι. Μπήτος στην σελίδα 154 του βιβλίου «ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΑΤΙΤΛΕΣ», υποστηρίζει ότι και ο Μακάριος δεν επιθυμούσε την παρουσία της Μεραρχίας στην Κύπρο, ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από την Χούντα των συνταγματαρχών, όμως κατά την άποψη του και οι νοσηροί εγκέφαλοι της χούντας επιθυμούσαν την απόσυρση της Μεραρχίας από την Κύπρο.
Ο Γιάννος Κρανιδιώτης έχει ακριβώς την αντίθετη άποψη, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση της Αθήνας να αποσύρει τα ελληνικά στρατεύματα από την Κύπρο δυσαρέστησε την Κυπριακή ηγεσία και τον κυπριακό λαό, που έβλεπε έμπρακτα πια την Ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείπει την Ένωση και την υποχρέωση που είχε αναλάβει παλαιότερα για αμυντική προστασία της Κύπρου.
Η ιστορία πάντως κατέγραψε, ότι η Χούντα μέσα σε διάστημα 45 ημερών -όπως ακριβώς αξίωνε η Τουρκία – ολοκλήρωσε πλήρως την απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας προς απογοήτευση όλων των Ελλήνων Πατριωτών και με τον τρόπο αυτό εξάλειψε τελειωτικώς τον διττό ρόλο της, που ήταν η αποτροπή τουρκικής εισβολής και η δυναμική παρουσία της Ελλάδος στην Κύπρο με ότι αυτή συνεπάγεται. Η κυβέρνηση των συνταγματαρχών κατατρόμαξε από το ιταμό τελεσίγραφο της ’γκυρας, ταπεινώθηκε και εξευτελίσθηκε. Η δικαιολογία την οποία πρόβαλε ο Γ. Παπαδόπουλος για την ανάκληση της Μεραρχίας ήταν ότι η Τουρκία μας απείλησε με πόλεμο. Πολύ φθηνή δικαιολογία για ανθρώπους οι οποίοι έδωσαν όρκο να υπερπασπισθούν μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματος τους την πατρίδα.
Η απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας ανέτρεψε όπως ήταν φυσικό το ισοζύγιο δυνάμεων, που απέτρεπε κάθε σκέψη της Τουρκίας για εισβολή και εξασφάλιζε την ειρήνη. Το γεγονός αυτό φαίνεται δεν ανησυχούσε δυστυχώς κανένα, αφού έκτοτε δεν υπήρξε καμία απολύτως αξιόλογη προσπάθεια για την αμυντική θωράκιση της Μεγαλονήσου, ούτε από την Κυπριακή, ούτε από την Ελληνική κυβέρνηση.
Στο πόρισμα της Ελληνικής βουλής του 1987, η ανάκληση της Μεραρχίας χαρακτηρίζεται ως μία πράξη Εθνικώς απαράδεκτη, η οποία άφησε ανοχύρωτη την Κύπρο, έρμαιο στις ορέξεις των Τούρκων. Μερικές από τις καταθέσεις στρατιωτικών στην εξεταστική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων καταγράφουν με απόλυτη σαφήνεια την πραγματικότητα.
Ο Αντιστράτηγος Γρηγόριος Σπαντιδάκης ο οποίος διετέλεσε και υπουργός ’μυνας υποστήριξε ότι ενόσω η Μεραρχία βρισκόταν στην Κύπρο οι Τούρκοι δεν πολεμούσαν. Ο Αντιστράτηγος Ανδρέας Σιαπκαράς δήλωσε ότι εάν οι Τούρκοι αποτολμούσαν απόβαση θα είχαν πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα. Ο στρατηγός Ιωάννης Ντάβος υποστήριξε πως η Μεραρχία μπορούσε να αποκρούσει οποιαδήποτε προσπάθεια εισβολής και ο Αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Χανιώτης χαρακτήρισε την αποχώρηση της ως μέγα λάθος.
Η πιο ενδιαφέρουσα όμως καταγγελία προέρχεται από τον άνθρωπο ο οποίος γνώριζε καλύτερα από όλους την ισχύ πυρός και τα πλεονεκτήματα από την παρουσία της Μεραρχίας στην Κύπρο. Ο Γεώργιος Γρίβας Διγενής την 1η Δεκεμβρίου 1967 δήλωσε με απόλυτα σαφή και ευθύ τρόπο:
«Χαρά και αγαλίασις διότι θα απέλθη εντεύθεν ο Ελληνικός στρατός. Οι συνταγματάρχες διότι θα τους φύγει ένας μεγάλος πονοκέφαλος, το κυπριακόν. Τα χρήματα που θ εξοικονομηθούν θα τα διαθέσουν για την κοιλιά τους. Διότι δεν υπάρχουν γι’ αυτούς πλέον εθνικά ιδεώση. Διότι θα έχουν στρατό να κρατούν εις Αθήνας για να τους στηρίζει διότι φοβούνται ανατροπήν των… Η κυπριακή κυβέρνησις διότι εξασφαλίζει πλέον την ανεξαρτησία, το όνειρον του Μακαρίου. Να κυβερνά έναν λαόν τον οποίον κατέστησεν τοιούτον Μουζίκων. Η τουρκική κυβέρνησις διότι πλέον δεν έχει να φοβηθή τίποτε από τον στρατό τον οποίον ωργάνωσε ο Διγενής με τους αξιωματικούς του και τη συνδρομή των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Στεφανόπουλου.
Στο πόρισμα της Εξεταστικής επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων για τον η οποία ασχολήθηκε με τον φάκελλο της Κύπρου κατάγροφονται και τα εξής ενδιαφέρονα: «Για την ανάκληση αυτής της δύναμης δεν ζητήθηκε η έγκριση, ούτε καν η γνώμη της κυπριακής κυβερνήσεως, η οποία πιστεύοντας ότι η παρουσία της ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο ήταν αναγκαία για την άμυνα της … προσπάθησε να πείσει την Αθήνα να απορρίψει το τουρκικό αίτημα για ανάκληση της Μεραρχίας και να προχωρήσει σε ενίσχυση αυτής με πρόσθετες δυνάμεις και οπλικά μέσα. Η ανάκληση της Μεραρχίας επέφερε μεγάλη αποδυνάμωση των αμυντικών δυνατοτήτων της Κύπρου. Ενσαρκώνει πράξη εθνικής ντροπής… Το αναμφισβήτητο γεγονός ότι υπήρξε και πίεση από τις Η.Π.Α. δεν αίρει τον χαρακτήρα της πράξης αυτής ως εθνικά απαράδεκτης. Αντίθετα επιβεβαιώνει τον εθελοδουλισμό και την υποταγή της τότε ελληνικής ηγεσίας στις επιδιώξεις και επιθυμίες των Η.Π.Α.
Η γαλλική εφημερίδα «Le Figaro» έγραψε για το θέμα της Μεραρχίας: «Είναι απίστευτη η ταχύτητα με την οποία η Ελλάδα έσπευσε να αποδεχθεί τους τουρκικούς όρους».
Στο τεύχος 67 του περιοδικού Στρατιωτική Ιστορία και στην σελίδα 37 διαβάζουμε και τα εξής: «Το πλήγμα ήταν και πολιτικό, διότι η παρουσία της ΕΛΔΥΚ-«Μ», όπως ονομάσθηκε κωδικά η μεραρχία, είχε και πολιτικό στόχο, εκτός από τη διασφάλιση της άμυνας. Και ο στόχος ήταν η δια της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στην Κύπρο άσκηση πίεσης στην Τουρκία προς αποδοχή του ζητούμενου από την ελληνική κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου και ο Γεώργιος Παπανδρέου επέλεξαν και ακολούθησαν πολιτική Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Η ‘Αγκυρα αναγκάστηκε τότε, υπό την πίεση και με δεδομένο το αδιέξοδο που της προκάλεσε η κάθοδος του Ελληνικού Στρατού στην Κύπρο, να συζητήσει στη βάση της Ένωσης. Το ότι δεν επιτεύχθηκε το ποθητό και το ευκταίο οφείλεται σε συγκεκριμένους πολιτικούς κύκλους στην Αθήνα και την Λευκωσία, που θυσίασαν την Ένωση για να μην χάσουν ευκαιριακά συμφέροντα κι προνόμια. Ακόμα οφείλεται στην επιφυλακτικότητα (ως αρνητική) θέση των δυτικών δυνάμεων, που στην πορεία άλλαξαν την πολιτική τους και εν τέλει δεν ευνόησαν την Ένωση.
Η ΕΛΔΥΚ-Μ» η Μεραρχία «Μενέλαος», ήταν εγγυητής στην πορεία εθνικής ολοκλήρωσης του κυπριακού ελληνισμού».
Επίλογος στην ένδοξη ιστορία της Ελληνικής Μεραρχίας υπήρξαν τα αισθήματα απογοητεύσεως και οδύνης των Ελλήνων της Κύπρου, μόλις πληροφορήθηκαν ότι η Μεραρχία οριστικώς θα αποχωρούσε. Δυστυχώς όμως η αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας, έδωσε την ευκαιρία σε μερικούς να ξεσπάσουν ακόμα και σε πανηγυρισμούς, αφού δυστυχώς υπήρχαν και λιγοστοί ευτυχώς, Έλληνες Κύπριοι, που κατειλημμένοι από ιδεολογικό φανατισμό, δεν θεωρούσαν τους εξ Ελλάδος στρατιώτες ως πραγματικούς αδελφούς.
Να τι λέει για το θέμα αυτό, ο Ι. Μπήτος στην σελίδα 164 του βιβλίου του «ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΑΤΤΙΛΕΣ»: «Η αποχώρηση της μεραρχίας έγινε κάτω από απαράδεκτες συνθήκες χλεύης και ταπείνωσης τόσο από τουρκικής πλευράς όσο, δυστυχώς και από Ελληνοκυπριακής πλευράς, ανευθύνων βέβαια στοιχείων. Τα τούρκικα αεροσκάφη, κατά την επιβίβαση των τμημάτων της μεραρχίας επί των πλοίων, πετούσαν χαμηλά πάνω από τα πλοία και έτσι προκαλούσαν άνευ λόγου, την αποχωρούσα ελληνική δύναμη. Επίσης κατευθυνόμενα ελληνοκυπριακά ανεύθυνα στοιχεία εχλεύαζαν τους άνδρες της αποχωρούσης μεραρχίας. Δυστυχώς τέτοια ταπείνωση περίμενε την επίλεκτη και υπερήφανη ελληνική στρατιωτική δύναμη, που είχε στείλει στην Κύπρο η δημοκρατική Ελλάδα για να σώσει την Κύπρο. Θα έπρεπε να ήταν παρόντες στα απαράδεκτα αυτά έκτροπα «οι εθνοσωτήρες συνταγματάρχες» και όσοι άλλοι απεργάσθηκαν την απομάκρυνση της ένδοξης ελληνικής μεραρχίας για να δουν τη ντροπή, την οδύνη και το κατάντημα της Ελλάδας και της Κύπρου τις χαλεπές και αποφράδες ημέρες του Δεκέμβρή του 67. Στο πρόσωπο της Μεραρχίας σταυρωνόταν η Ελλάδα και η Κύπρος. Η ιστορία τιμά και σέβεται την μνήμη της ένδοξης ελληνικής μεραρχίας».
Πολλοί είναι εκείνοι που κατέθεσαν με πόνο ψυχής την άποψη τους για την ένδοξη Ελληνική Μεραρχία. Ένας από αυτούς, ο φιλόλογος και ιστορικός Σάββας Παύλου, έγραψε στις 14 Ιουλίου του 1997, στην εφημερίδα της Κύπρου «Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ» και τα εξής συγκλονιστικά: «Κι αν κορυφαίο γεγονός αυτής της απαράδεκτης, λανθασμένης και ενδοτικής στάσης ήταν η προδοτική ενέργεια της χούντας να αποσύρει την ελληνική μεραρχία μετά την κρίση της Κοφίνου το 1967 εξ ίσου σημαντική ήταν και η στάση και η συμπεριφορά που κράτησαν αρκετοί φορείς, άτομα και συσπειρώσεις της κυπριακής κοινωνίας αυτής της περιόδου. Που αντιμετώπισαν επιθετικά, περιθωριοποίησαν και λοιδώρησαν την ελληνική μεραρχία, προσπάθησαν να δημιουργήσουν χάσμα μεταξύ αυτής και της κυπριακής κοινωνίας, να την αντιμετωπίσουν ως ξένο σώμα, να προσβάλουν και να ταπεινώσουν τα μέλη του ελληνικού στρατιωτικού σώματος».
Τον πιο συγκλονιστικό αποχαιρετιστήριο λόγο για την ένδοξη Ελληνική Μεραρχία, τον έγραψε ο δημοσιογράφος Σπύρος Παπαγεωργίου. Ιδού ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΚΟΦΙΝΟΥ». «Η λόγχη θα αποσυνδεθή από τας κάννας των όπλων. Ο δείκτης της χειρός θα παύση να ψαύη το κοίλον της σκανδάλης. Το βλέμμα θα παύση να πυπρολή τον στόχον μέσω του οφθαλμιδίου και του στοχάστρου του όπλου. Οι μυς θα χαλαρωθούν και η λεβέντικη στάσις της εφορμήσεως κατά του εχθρού θα γίνη μια παθητική στάσις αναπαύσεως. Το μέτωπον θα παύση να προκαλή δια της ακτινοβολίας του τον ήλιον.
Φεύγει, λοιπόν, ο Ελληνικός στρατός από την Κύπρον, εις την οποίαν εστάλη με την ιστορικήν αποστολήν να την ενώση μετά της Μητρός Ελλάδος. Και δεν είναι ούτε νικητής ή νικημένος εις το πεδίον της τιμής. Τα όπλα ουδέ εξεπυρσοκρότησαν. Αι κάνναι των δεν εμελανώθησαν από την καύσιν της πυρίτιδος…
Αδέλφια, στο καλό. Υπήρξατε άριστοι… Δεχθείτε τους τελευταίους ασπασμούς και τας ευγνώμονας ευχαριστίες μας. Μας αφήνετε αναμνήσεις και δύναμιν σωμάτων και χαρακτήρων. Μας αφήνετε και κάτι πλέον πολύτιμον: κάποιους τάφους. Διότι ευτυχώς το τουρκικόν φιρμάνι ουδέν προνοεί δια την ανασκαφήν των τάφων και μετακομιδήν των οστών του Πούλιου, του Καποτά και του Παπαγεωργίου που έγιναν διάτρητοι από τας τουρκικάς σφαίρας και των άλλων Ελλαδιτών που παρεμόρφωσαν αι βόμβαι ναπάλμ εις την Τηλλυρίαν και ετάφησαν εις κοινούς τάφους. Αυτοί θα μείνουν αιωνίως εδώ. Έπεσαν δι’ ημάς αυτοί. Είναι δικοί μας. Θα κρατήσωμεν τουλάχιστον αυτούς. Μας χρειάζονται αυτοί οι τάφοι δια να εξαποστέλλουν εσαεί ουρανομήκη την κραυγήν: Ζήτω η Ένωσις. Ο αγών τώρα αρχίζει…»!
Η Ελληνική Μεραρχία, που ο Γεώργιος Παπανδρέου έστειλε στην μαρτυρική Μεγαλόνησο για να την προστατεύει από την επεκτατική και άρπαγα Τουρκία, ανακαλείται από αυτούς που ισχυρίσθηκαν ότι ανέλαβαν τις τύχες τους Έθνους στα χέρια τους, για να το διαφυλάξουν από κάθε κίνδυνο. Τα γεγονότα αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός πολύ βρόμικου παρασκηνίου στο οποίο εμπλέκονται πολλοί, μεταξύ των οποίων και κάποιοι που βρίσκονται εσαεί στο απυρόβλητο.
Όμως αυτό διόλου δεν ελαφρύνει την θέση των συνταγματαρχών που ανέλαβαν πραξικοπηματικώς την εξουσία για να μας οδηγήσουν κατά τους ισχυρισμούς τους, σε πιο απάνεμα λιμάνια. Ενώ λοιπόν διακήρυτταν ότι μοναδική επιδίωξη τους σε ότι αφορά την Κύπρο ήταν η ΕΝΩΣΗ, στην πραγματικότητα η θέση αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα μέσον δημαγωγίας και εμπαιγμού του Κυπριακού Ελληνισμού. Ο ισχυρισμός των συνταγματαρχών ότι τα γεγονότα της Κοφίνου έλαβαν χώρα κατόπιν απαιτήσεως του Μακαρίου, μάλλον επιβαρύνει παρά δικαιολογεί την απόφαση τους να ανακαλέσουν την Ελληνική Μεραρχία.
«Στον πολιτικό τομέα, όσον αφορά το Κυπριακό, η «επιχείρηση Κοφίνου» με τα αποτελέσματα της είχε οριακές συνέπειες. Συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος Μακάριος αντικρίζοντας τη νέα πραγματικότητα, όπως δημιουργήθηκε μετά απ’ αυτά τα γεγονότα και εκτιμώντας αντικειμενικά το ότι η αμυντική ικανότητα της Κύπρου μετά την αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας μειώθηκε σημαντικά, αναθεώρησε ριζικά την πολιτική του έναντι των τουρκοκυπρίων και στις 5 Ιανουαρίου 1968 ανακοίνωσε την άρση σειράς απαγορευτικών μέτρων για τη διακίνηση αγαθών στην τουρκική συνοικία της Λευκωσίας. Όμως το πιο σημαντικό από πολιτική άποψη ήταν το ότι ο Μακάριος εγκατέλειψε, τον μέχρι τότε στόχο της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και διακήρυξε στις 12 Ιανουαρίου 1968 νέα γραμμή που έμεινε γνωστή στην ιστορία του Κυπριακού ως γραμμή της εφικτής λύσης».( Α. Φάντη Κυπριακό 1960-1974 – ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΕΛ. 296).
Αμέσως μετά την αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας στις 29 Δεκεμβρίου 1967, οι τουρκοκύπριοι κατόπιν οδηγιών της ‘Αγκυρας, προχωρούν στην ανακήρυξη της Λεγόμενης τουρκοκυπριακής Προσωρινής Διοικήσεως. Αυτή ήταν και η πρώτη άμεση συνέπεια της ήττας μας. Στην συνέχεια το Κυπριακό μπαίνει σε μια νέα φάση, αυτή των ενδοκυπριακών συνομιλιών κατά παραγγελία των Αθηνών που έβλεπαν το θέμα στα στενά ελλαδοτουρκικά πλαίσια (Μάιος 1968).Το 1968 θα παραμείνει ως ένα ακόμα έτος σταθμός στην νεότερη Κυπριακή ιστορία. Ο Μακάριος διακηρύττει αλλαγή πλεύσεως ως προς την επιδιωκόμενη λύση του Κυπριακού, εγκαταλείποντας οριστικά το «ευκταίο» επιδιώκοντας το «εφικτό». Αυτό σήμαινε αυτομάτως εγκατάλειψη οριστικώς της ιδέας της Ενώσεως. Από το σημείο αυτό τα πράγματα οδηγούνται πλέον σε μια κατ΄ αρχή ανοικτή σύγκρουση η οποία στην συνέχεια θα μετατραπεί σε μια αδυσώπητη εμφύλια διαμάχη.
Σε δημοσιογραφική διάσκεψη ο Πρόεδρος Μακάριος προέβη στην ακόλουθη απολύτως διαφωτιστική περί των προθέσεων του δήλωση: «το Κυπριακόν πρόβλημα εισήλθεν απότινος εις πολύ κρίσιμον φάσιν, της οποίας έντονα χαρακτηριστικά απετέλεσαν δυο κυρίως γεγονότα: Ο προ μηνών εις αποτυχίαν καταλήξας ελλαδο-τουρκικός επί του Κυπριακού διάλογος και η πρόσφατος εκ Κύπρου αποχώρησις των εξ Ελλάδος στρατευμάτων. Δεν νομίζω εύθετον τον χρόνον δια να διατυπώσω σχόλια και να εκφράσω κρίσεις επί των δυο τούτων γεγονότων. Θα αναφερθώ μόνον δι’ ολίγον εις την σημερινάν θέσιν του Κυπριακού ζητήματος και την πολιτικήν γραμμήν πορείας, την οποίαν δεοντολογικώς υπαγορεύουν αι δημιουργηθείσαι σήμερον συνθήκαι.
Η αποτυχία του ελλαδοτουρκικού διαλόγου και η απόφασις της Ελληνικής Κυβερνήσεως περί αποχωρήσεως των από τριετίας και πλέον ευρισκομένων εν Κύπρω Ελληνικών στρατευμάτων εδημιούργησαν καταστάσεις και δεδομένα, άτινα υπαγορεύουν ρεαλιστικήν αντιμετώπισιν του Κυπριακού προβλήματος». Ο Πρόεδρος Μακάριος έκανε εκτενή αναφορά στις προοπτικές λύσεως του Κυπριακού και εξέφρασε μερικές σκέψεις του για την προοπτική λύσεως του. Για άλλη μια φορά επαναλάμβανε την επιδίωξη για ειρηνική λύση, τονίζοντας ότι το σύνταγμα πρέπει να βασίζεται σε κανόνες δικαίου και να προβλέπει ένα ενιαίο και ανεξάρτητο κράτος, διευκρίνισε μάλιστα ότι είχε την πρόθεση μέσα σε ένα μήνα να καταθέσει έγγραφο με θέσεις, το οποίο μπορούσε να αποτελέσει την βάση για περαιτέρω συζήτηση.
Στην συνέχεια αφού εξέφραζε την λύπη του για την σύσταση εκ μέρους της τουρκοκυπριακής ηγεσίας «Τουρκοκυπριακής διοικήσεως» κατέληγε με τα εξής τα οποία διευκρίνιζε ότι αποτελούσαν τις προσωπικές του απόψεις: «Εφ’ όσον το Κυπριακόν ζήτημα εισήλθεν προσφάτως εις την πλέον κρίσιμον φάσιν του και απαιτούνται σοβαραί πρωτοβουλίαι και γενναίαι αποφάσεις δια να εξέλθη από το σημερινόν αδιέξοδον, επιζητουμένης κατ΄ανάγκη της λύσεως εντός των πλαισίων του εφικτού , τα οποία δεν συμπίπτουν πάντοτε με τα πλαίσια του ευκταίου δεν δύναμαι να συνεχίσω τας υπηρεσίας μου από της θέσεως του Προέδρου, άνευ ανανεώσεως της λαϊκής εντολής…» (τύπος 13 Ιανουαρίου 1968).
Μετά και από αυτές τις διευκρινίσεις εκ μέρους του, ο πρόεδρος Μακάριος αφού έκανε σαφές ότι δεν είχε καμία προσωπική φιλοδοξία ή συμφέρον παρά μόνο την εξυπηρέτηση του Κυπριακού Λαού και χωρίς να λιποτακτεί όπως χαρακτηριστικά τόνιζε, ζητούσε την ανανέωση της Λαϊκής εντολής.
Όταν την 15η Φεβρουαριόυ 1968 ο Μακάριος κατέθετε την υποψηφιότητα του για τις προεδρικές εκλογές δήλωνε:
«Ως εθνικόν καθήκον εθεώρησα την υπό τας σημερινάς δυσκόλους διά την Κύπρον συνθήκας συνέχισιν της προσφοράς των υπηρεσιών μου προς τον Κυπριακόν λαόν. Αυτήν την έννοιαν και σημασίαν έχει δι’ εμέ η υποβληθείσα σήμερον υποψηφιότης μου διά τας προσεχείς Προεδρικάς εκλογάς. Δεν πολιτεύομαι και δεν θα αναλάβω προεκλογικήν εκστρατείαν ως κοινός πολιτευτής διά να πείσω τον λαόν όπως δεχθή τας υπηρεσίας μου. Δηλώ απλώς, ότι αι υπηρεσίαι μου είναι εις την διάθεσιν του λαού. Εάν ο λαός νομίζη ότι, όγω της κρισίμου καμπής του Κυπριακού αγώνος και άλλων συνθηκών, έχει ανάγκην των υπηρεσιών μου, δεν έχω δικαίωμα αρνήσεως. Υπόκειμαι εις την υποχρέωσιν της επιστρατεύσεως και θα καταβάλω όλας τας δυνάμεις μου διά να φανώ αντάξιος των προσδοκιών του λαού.
Εύχομαι εις τον Θεόν όπως ευοδώση τας προσπαθείας του Κυπριακού λαού να εξέλθη των σημερινών δυσκόλων περιστάσεων διά να δυνηθώ ούτω, απαλλασόμενος άλλων υποχρεώσεων, να αφοσιωθώ αποκλειστικώς εις τα εκκλησιαστικά μου καθήκοντα». (Σπύρου Παπαγεωργίου, Από την Ζυρίχη εις τον Αττίλαν, Τόμος Γ’, σελ. 210)
Ο ‘Ακης Φάντης αναφέρει στην σελίδα 298 του ιδίου βιβλίου του: «Έτσι προκηρύχθηκαν Προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 25 του Φεβράρη 1968. Υποψήφιος, Ο Μακάριος με ανθυποψήφιο τον ηγέτη του «Παγκύπριου Εθνικού Μετώπου» γιατρό Τάκη Ευδόκα. Κατά την προεκλογική περίοδο φανατικοί οπαδοί του Μακαρίου προέβησαν σε πράξεις και ενέργειες και άσκησαν βιαιοπραγίες σε βάρος του ανθυποψηφίου του Μακαρίου που αποτελούν στίγμα για τη δημοκρατία.
Και ο Σπύρος Παπαγεωργίου για ο ίδιο θέμα στην σελίδα 211 του βιβλίου του «ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΥΡΙΧΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΤΤΙΛΑ – Τόμος Γ’» γράφει: «την 8ην Φεβρουαρίου ο ιατρός Τ. Ευδόκας ανεκοίνωσε ότι υπέβαλε και αυτός υποψηφιότητα δια την προεδρίαν. Ούτος κατήρχετο εις τας εκλογάς με αισθήματα ενωτικά και αντιμακαριακά. Αλλά η αναμέτρησις ήτο άνισος. Από την μίαν ήτο το ράσον, η παράδοσις, ο κρατικός μηχανισμός και από την άλλην μία αξιόλογος μέν προσωπικότης, αλλ’ άγνωστος σχεδόν εις τους Κυπρίους. Την 23ην Φεβρουαρίου η προεκλογική συγκέντρωσις της Αντιπολιτεύσεως,εις πλατείαν Ηπείρου της Λευκωσίας, διελύθη βιαίως και μέσα εις πανδαιμόνιον βαρβαρότητος υπό ωργανομένων υποστηρικτών της κυβερνήσεως, πασιγνώστων και σεσημασμένων, εκ των οποίων, όμως, ουδείς συνελήφθη υπό της Αστυνομίας.
Τα αποτελέσματα των εκλογών αποτέλεσαν πραγματικό θρίαμβο για τον Μακάριο. Ψήφισαν 231.438 ψηφοφόροι επί συνόλου 247.653 που ήταν εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους. Ο Μακάριος έλαβε 220.911 δηλαδή εξασφάλισε ποσοστό 95.45% και ο αντίπαλος του μόνο 8.577 ήτοι 3,7% των εγκύρων ψηφοδελτίων».
Η υποψηφιότητα του Μακαρίου αυτή την φορά υποστηρίχθηκε ενθέρμως από το ΑΚΕΛ το οποίο σε σχετική ανακοίνωση του διακήρυξε ότι με αυτό τον τρόπο πράττει το πατριωτικό του καθήκον. Το ίδιο έπραξαν και οι συνδικαλιστικές Οργανώσεις και φορείς όπως της ΠΕΟ, της ΠΕΚ, της ΔΕΟΚ, του ΣΑΠΕΛ και οι Δήμοι.
Πρέπει να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι στις πρώτες εκλογές του 1960 το ΑΚΕΛ όχι μόνο δεν στήριξε την υποψηφιότητα Μακαρίου, αλλά την πολέμησε με φανατισμό, εκδίδοντας μάλιστα και σχετική ανακοίνωση δια της οποίας παρότρυνε τους οπαδούς του να ρίξουν μαύρο στον Μακάριο. Σ30ναμπει Φάντη.
Από το σημείο αυτό αρχίζει μια νέα περίοδος στην Κυπριακή πολυτάραχη Κυπριακή ιστορία. Έτσι εγκαταλείπεται ουσιαστικά δια παντός το ευκταίο και επιδιώκεται το εφικτό με την δικαιολογία ότι ο στόχος της Ενώσεως δεν ήταν πλέον ρεαλιστικός.
Τότε, αρχίζουν για πρώτη φορά ενδοκυπριακές συνομιλίες κάτω από την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του Ο.Η.Ε, τον Ιούνιο του 1968. Ορίζονται ως συνομιλητές από μέρους της Ελληνοκυπριακής πλευράς ο Γλαύκος Κληρίδης και από μέρους των τουρκοκυπρίων ο Ραούφ Ντενκτάς, ο οποίος με τον τρόπο αυτό νομιμοποιεί την παρουσία του στην Κύπρο. Παραλλήλως στις συνομιλίες συμμετέχουν δυο συνταγματολόγοι, ένας από την Ελλάδα και ένας από την Τουρκία, οι οποίοι παρακολουθούν τις συνομιλίες ως εμπειρογνώμονες.
Οι συζητήσεις διεξάγονταν με βάση τις αρχές και τα ψηφίσματα του Ο.Η.Ε για την Κύπρο και τα οποία προνοούσαν την ύπαρξη μιας ενιαίας κυρίαρχης και ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας.
Για την αλλαγή αυτή, σε ότι αφορά την γραμμή πλεύσεως και τους επιδιωκόμενους στόχους, υπήρξαν πολλές απόψεις. Ο Μακάριος κατηγορήθηκε για εγκατάλειψη των Εθνικών οραμάτων του κυπριακού Ελληνισμού. Ο ίδιος απαντούσε ότι τούτο κατέστη αναγκαίο από τις υπάρχουσες συνθήκες οι οποίες δεν ήταν πλέον κατάλληλες για την επίτευξη του ευκταίου που ήταν η Ένωση, γι’ αυτό και θα προσπαθήσει προς την κατεύθυνση της επιτεύξεως μιας συμβιβαστικής λύσεως, αμοιβαία αποδεκτής, η οποία θα προκύψει κατόπιν συνομιλιών ανάμεσα στις δυο κοινότητες της Κύπρου.
Κλείνοντας το σημερινό 7ο αφιέρωμα μου στην πικρή και συνάμα θλιβερή σύγχρονη ιστορία της αγαπημένης μου ιδιαίτερης πατρίδας, επιθυμώ να αναφέρω ότι προσπαθώ, κατά το ανθρωπίνως δυνατόν, η παρουσίαση των γεγονότων να είναι αντικειμενική. Για τον λόγο αυτό, οι πηγές μου καλύπτουν όλο το ιδεολογικό-πολιτικό φάσμα, ελπίζοντας, ότι με τον τρόπο αυτό, ο αναγνώστης θα κατορθώσει να εξαγάγει χρήσιμα συμπεράσματα, για μια περίοδο πολύ σκοτεινή, που άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της στις μετέπειτα τραγικές εξελίξεις.
Επειδή λοιπόν θεωρώ, ότι η απόσυρση της ένδοξης Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο ήταν καθοριστική για τις μετέπειτα αρνητικές εξελίξεις στην πορεία του Κυπριακού, καταθέτω άλλο ένα μικρό συγκλονιστικό απόσπασμα της εξαίσιας επιστολής του Σάββα Παύλου, ημερομηνίας 14 Ιουλίου 1997, προς την εφημερίδα της Κύπρου «Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ», με το οποίο ζητά εκ μέρους όλων των Κυπρίων συγνώμη για την άθλια συμπεριφορά μερικών ανεγκέφαλων απέναντι στους εξ Ελλάδος αδελφούς μας. Παρακαλώ δε τούτο να θεωρηθεί και ως μια κατάθεση ευγνωμοσύνης προς τα παιδιά της μάνας Ελλάδας που δήλωσαν παρόντες στο προσκλητήριο μας, στα δίσεκτα χρόνια του αγώνα μας για φυσική και Εθνική επιβίωση.
«Σήμερα τι να πούμε πια! Μεραρχία συγνώμη! Λίγοι άφησαν ένα δάκρυ να κυλήσει λόγω της αποχώρησης σου κι απ’ αυτούς οι περισσότεροι στα κρυφά. Μεραρχία ο θρήνος για σένα θα είναι ετεροχρονισμένος. Κλαίγουν και θα κλάψουν για σένα ακόμη και τα παιδιά και τα εγγόνια αυτών που χάρηκαν για την απόσυρση σου. Γιατί κάθε φορά που τα πράγματα στο Κυπριακό θα δυσκολεύουν, κι’ όλο θα δυσκολεύουν, όλοι θα θυμούνται εσένα και την αποχή της παρουσίας σου στο νησί, τότε που μπορούσαν τα απελευθερωτικά οράματα ενός λαού να πραγματοποιηθούν».

 

 

 

 

Εγγραφείτε για τα για ενημερωτικά δελτία μας(newsletters)!

Newsletters Απλό κείμενοHTML Μήνυμα e-mail  

Προβολή όλων

 

Διαβάστε το τελευταίο τεύχος του περιοδικού ΤΑΛΑΝΤΟ

 

Ευαγές Ίδρυμα “Ο Επιούσιος” Συσσίτια απόρων της Ι.Μ. Λαρίσης & Τυρνάβου