Με κάθε επισημότητα κορυφώθηκαν οι εόρτιες εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν επ’ ευκαιρία της επετείου της Απελευθερώσεως εκ του Οθωμανικού Ζυγού στην πόλη της Λάρισας.
Την Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιερώνυμος χοροστάτησε στην Επίσημη Δοξολογία για την απελευθέρωση της Λάρισας
στον Ιερό Ναό της Αναλήψεως του Χριστού Λαρίσης, παρουσία των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών της πόλεως.
Ο πανηγυρικός της ημέρας εκφωνήθηκε εντός του ναού από τον κ. Κωνσταντίνο Σπανό, ιστορικό και εκδότη του ΘΕΣΣΑΛΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ.
Στη συνέχεια, ο σεπτός μας Ποιμενάρχης τέλεσε επιμνημόσυνη δέηση στο ειδικό μνημείο έξωθεν του Ιερού Ναού, όπου πραγματοποιήθηκε και η κατάθεση στεφάνων από φορείς της πόλεως.
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ κ. ΚΩΣΤΑ ΣΠΑΝΟΥ
(εκδότης του «Θεσσαλικού Ημερολογίου»)
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ (31.8.1881)
Στις 31 Αυγούστου εφέτος, συμπληρώθηκαν 141 χρόνια από την ημέρα εκείνη κατά την οποία ο ελληνικός στρατός εισήλθε στην πόλη μας και οι κάτοικοί της άρχισαν να αναπνέουν τον αέρα της ελευθερίας.
Τον αέρα αυτό είχαν στερηθεί 494 χρόνια, καθώς η πρώτη εισβολή των Οθωμανών στην περιοχή μας σημειώθηκε το έτος 1386/1387. Το έτος αυτό, οι οθωμανοί πασάδες Χαϊρεντίν και Εβρενός, αφού κυρίευσαν το κάστρο του Πλαταμώνα, έφθασαν στη Λάρισα την οποία βρήκαν με ελάχιστο πληθυσμό. Είχαν προηγηθεί την πρώτη δεκαετία του 14ου αιώνα οι λεηλασίες της περιοχής από τους μισθοφόρους της Καταλανικής Εταιρείας, εξαιτίας των οποίων το ανατολικό τμήμα του νομού μας είχε σχεδόν ερημώσει. Οι δύο πασάδες έφεραν μαζί τους τους πρώτους εποίκους οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε εγκατελειμμένες περιοχές.
Την περίοδο 1393-1396 ακολούθησε δεύτερη εισβολή των Οθωμανών, με τον Εβρενός και πάλι, τον οποίο ακολουθούσε ο δερβίσης Χασάν Μπαμπάς, ο ιδρυτής του γνωστού τεκέ στα Τέμπη. Ο Εβρενός κυρίευσε και πάλι τη Λάρισα, ο πληθυσμός της οποίας είχε μειωθεί σημαντικά, και θεωρώντας την νέα πόλη τήν ονόμασε Γενί Σεχίρ, όνομα το οποίο χρησιμοποίησε μόνο η οθωμανική διοίκηση. Για τους χριστιανούς, τους Έλληνες, παρέμεινε Λάρισα.
Η κατάσταση στη Θεσσαλία, την περίοδο αυτή ήταν ζοφερή και η μικρή στρατιωτική δύναμη του ελληνοσερβικού κράτους των Τρικάλων δεν ήταν σε θέση να ανακόψει την πορεία των Οθωμανών. Στα Τέμπη αντιμετώπισε, ανεπιτυχώς, τους εισβολείς, με τη μικρή στρατιωτική δύναμή του, ο καίσαρας Μανουήλ Άγγελος Φιλανθρωπινός.
Ο Εβρενός, στη συνέχεια, κατέλαβε τα Φάρσαλα και τον Δομοκό, το Φανάρι της Καρδίτσας, τα Τρίκαλα, πρωτεύουσα του ελληνοσερβικού κράτους, και την Καλαμπάκα, ολοκληρώνοντας την υποδούλωση όλων των Θεσσαλών. Μετά από αυτό, ο σουλτάνος Βαγιαζίτ Α΄ παραχώρησε ένα μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας με τη μορφή κληρονομικών τιμαρίων (φέουδων) στον Εβρενός, αναγνωρίζοντας έτσι τη μεγάλη προσφορά του για την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο σουλτανάτο του.
Η καταπίεση των Οθωμανών ανάγκασε τους κατοίκους του Φαναρίου, σημαντικής άλλοτε πολίχνης της Δυτικής Θεσσαλίας, να επαναστατήσουν, εκμεταλλευόμενοι την απουσία των Οθωμανών από την περιοχή και την αποστολή τους στην Άγκυρα για να αντιμετωπίσουν την εισβολή των συγγενών τους Μογγόλων.
Σε σχετική ενθύμηση αναφέρονται τα εξής: «η απιστία των Φαναριωτών μετά του Χαντζαλή γέγονεν εν μηνί Ιουλίω εις τας ια΄ εν έτει 1404». Η επιστροφή στον τόπο μας των Οθωμανών σήμανε το τέλος της απόπειρας των Φαναριωτών.
Ακολούθησε η τρίτη εισβολή των Οθωμανών το 1423 με αρχηγό τον Τουραχάν μπέη, μετά την επιστροφή του από την Πελοπόννησο. Η κατάκτηση του Τουραχάν υπήρξε σχεδόν αναίμακτη. Αυτός μοίρασε σε τιμάρια τη Θεσσαλία, αμείβοντας έτσι τους αξιωματικούς και όσους συνέβαλαν στην κατοχή της Θεσσαλίας. Και αυτός συνέχισε τον εποικισμό της περιοχής με την εγκατάσταση πολλών οικογενειών Γιουρούκων, νομάδων κτηνοτρόφων, των γνωστών ως Κονιάρηδων. Οι δικοί τους οικισμοί ιδρύθηκαν στις παρυφές του Ολύμπου και της Όσσας, κατά μήκος του σημερινού δρόμου Λάρισας-Βόλου και της λοφοσειράς του Μαυροβουνίου (Καραντάου) έως το Ναρθάκιο των Φαρσάλων.
Η νέα διοίκηση των Οθωμανών εγκαταστάθηκε στα Τρίκαλα, διαδεχόμενη την ελληνοσερβική, και δημιουργώντας το σαντζάκι (περιφέρεια) των Τρικάλων, το οποίο εκτεινόταν από τον Όλυμπο μέχρι τη νότια Ευρυτανία.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή, η διοίκηση του Τουραχάν εγκατέστησε μεγάλο αριθμό μουσουλμανικών οικογενειών στη Λάρισα, καθώς πολλοί κάτοικοί της την είχαν εγκαταλείψει. Ο αριθμός των μουσουλμάνων εποίκων υπήρξε μεγάλος, όπως προκύπτει από την πρώτη σωζόμενη απογραφή των Οθωμανών του έτους 1454/1455. Το έτος αυτό ζούσαν εδώ 1.787 μουσουλμάνοι σε 11 γειτονιές-συνοικίες και 347 χριστιανοί- Έλληνες!
Ο εποικισμός της πόλης μας με την εγκατάσταση και άλλων μουσουλμάνων συνεχίσθηκε αμείωτος τις επόμενες δεκαετίες, με αποτέλεσμα το 1506, οι μουσουλμάνοι σε 12 συνοικίες-γειτονιές να ανέλθουν σε 3.651 άτομα και οι Έλληνες με τους εβραίους μόνο σε 317 άτομα!
Το 1570 οι συνοικίες-γειτονιές των μουσουλμάνων έγιναν 14 και των χριστιανών τρεις: του παπά, του Φαναρλί Χατζή, γνωστή κυρίως ως Αρναούτ (Αρβανίτικη) ,και της Αγίας Παρασκευής, η σημερινή συνοικία του Ιπποκράτη. Οι εβραίοι ζούσαν σε 2 γειτονιές: στην Ισπάνια όσοι ήρθαν εδώ από την Ισπανία και στην Ματόζ όσοι ήρθαν από την Πορτογαλία.
Τον 17ο αιώνα η καταπίεση των Οθωμανών έχει γίνει αφόρητη. Ο μητροπολίτης μας Διονύσιος Β΄ ο Φιλόσοφος, εγκατεστημένος στα Τρίκαλα όπου είχε μεταφερθεί η έδρα της Μητρόπολής μας, ήδη από το 1318, ευρισκόμενος σε επικοινωνία με άλλους αρχιερείς της περιφέρειάς του και του ευρύτερου χώρου, και με ηγεμόνες της Ευρώπης, αποτόλμησαν την πρώτη επανάσταση εναντίον των Οθωμανών το 1600. Η επανάσταση αυτή ξέσπασε στη Δυτική Θεσσαλία και στα βουνά της Πίνδου. Όμως, χωρίς τη βοήθεια των Δυτικών η επανάσταση είχε άδοξο τέλος. Ακολούθησε η δεύτερη φάση της επανάστασης το 1610-1611, η οποία είχε την ίδια τύχη, με πολλά θύματα και αυτή τη φορά, μεταξύ των οποίων και ο Διονύσιος.
Ο επόμενος 18ος αιώνας, με την ανάπτυξη του κλεφταρματολισμού έδωσε μεγάλη ανάσα στους υπόδουλους Θεσσαλούς, αλλά το μαστίγιο του Αλή πασά υπήρξε φοβερό. Οι καταπιέσεις του και των ποικίλων πασάδων και αγάδων της θεσσαλικής πεδιάδας, ώθησαν τον παπα-Θύμιο Βλαχάβα να επαναστατήσει το 1808 εναντίον του. Καθώς, όμως, ο αρματολός του Μετσόβου παρασπόνδησε, ο παπα-Θύμιος και ο αδελφός του Θεοδωράκης όσο γενναία κι αν αγωνίστηκαν στο Καστράκι της Καλαμπάκας ηττήθηκαν, από τη μεγάλη στρατιωτική δύναμη του Αλή πασά, στις 8 Μαΐου του 1808.
Στη μεγάλη επανάσταση του 1821 συμμετείχαν πολλοί Θεσσαλοί και μεταξύ τους και Λαρισαίοι, όπως μας πληροφορούν τα πιστοποιητικά τα οποία τους χορήγησε η πολιτεία και έχουν δημοσιευθεί. Και αυτό, μολονότι η Λάρισα ήταν το μεγαλύτερο κέντρο συγκέντρωσης οθωμανικών δυνάμεων που προωθούνταν στη Νότια Ελλάδα.
Η χάραξη της πρώτης ελληνοτουρκικής μεθοριακής γραμμής, το 1832, απογοήτευσε τους Θεσσαλούς, διότι τους άφησε στην οθωμανική επικράτεια. Με θέρμη συμμετείχαν στην επανάσταση του 1854, η οποία, παρά τις επιτυχίες των επαναστατών, είχε άδοξο τέλος με την επέμβαση των Μεγ. Δυνάμεων της εποχής. Ακολούθησε και η τελευταία επανάσταση του 1878, η οποία ενώ είχε την ίδια τύχη με την προηγούμενη, δρομολόγησε την απελευθέρωση της Θεσσαλίας μέσω του Συνεδρίου του Βερολίνου.
Η μεταστροφή των Μεγ. Δυνάμεων υπέρ των δικαίων των υπόδουλων Θεσσαλών εξανάγκασε τους Οθωμανούς να δεχθούν την παραχώρηση της Θεσσαλίας, εκτός από τις περιοχές της Ελασσόνας και της Δεσκάτης, τμήμα τότε της επαρχίας των Σταγών (Καλαμπάκας).
Οι Οθωμανοί προέβαλαν πολλές αντιρρήσεις, οι οποίες κάμφθηκαν, λόγω της πίεσης των Ευρωπαίων και στις 12 Μαΐου 1881 υπογράφθηκε στην Κωνσταντινούπολη η σύμβαση της παραχώρησης.
Μετά την υπογραφή της σύμβασης, τα οθωμανικά στρατεύματα και οι πολιτικές αρχές τους άρχισαν να εκκενώνουν, πρώτα την Άρτα, τον Ιούνιο του 1881, και στη συνέχεια την Καρδίτσα, στις 18 Αυγούστου, τα Τρίκαλα στις 25 Αυγούστου, τη Λάρισα στις 31 Αυγούστου και τον Βόλο την 1η Νοεμβρίου.
Οι Λαρισαίοι, όπως όλοι οι Θεσσαλοί, ανακουφισμένοι από την αποτίναξη του ζυγού, ύστερα από 494 χρόνια, πανηγύρισαν καλωσορίζοντας τον ελληνικό στρατό.
Ο διοικητής της Λάρισας Χιδαγέτ πασάς, την Κυριακή 30 Αυγούστου, παρέδωσε στον λοχαγό Κωνσταντινίδη τα κλειδιά του φρουρίου, των διάφορων δημόσιων καταστημάτων και αποθηκών εκτός από τα κλειδιά του διοικητηρίου το οποίο οι Οθωμανοί προόριζαν για Προξενείο ή για τουρκικό σχολείο.
Όπως αναφέρει η εφημερίδα Πρωία, όλη τη νύχτα της 30ής Αυγούστου, οι Λαρισαίοι έραβαν ελληνικές σημαίες και προμηθεύονταν μαύρους κούκους (σκούφους) με τους οποίους αντικατέστησαν το αντιπαθητικό φέσι.
Όση ώρα γινόταν η παράδοση και παραλαβή των δημόσιων καταστημάτων, οι Λαρισαίοι, χριστιανοί και εβραίοι, ετοίμαζαν όλη τη νύχτα αψίδες, για να υποδεχθούν τον ελληνικό στρατό. Σύμφωνα με το πρόγραμμα της Διεθνούς Επιτροπής, στις 31 Αυγούστου, με την ανατολή του ήλιου τα οθωμανικά στρατεύματα εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και πέρασαν στην αριστερή όχθη του Πηνειού. Την ίδια ώρα, ο ελληνικός στρατός, αποτελούμενος από 4.000 άνδρες, υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Σπυρίδωνα Καραϊσκάκη, εισήλθε στην πόλη μας, από την Πύλη των Τρικάλων. Εκεί είχε στηθεί μία αψίδα με τις επιγραφές, Ζήτω το Έθνος, Ζήτω ο βασιλεύς, Ζήτω ο στρατός.
Τους στρατιώτες μας υποδέχθηκαν όλοι οι Λαρισαίοι, οι μαθήτριες του Παρθεναγωγίου και οι μαθητές των σχολείων, ελληνικών και ισραηλιτικών, έχοντας ως επικεφαλής 5 μητροπολίτες.
Μία ώρα μετά την είσοδο των περιπολιών, εισήλθε στην πόλη έφιππος ο στρατηγός Σκαρλάτος Σούτσος, τον οποίο το πλήθος, τραγουδώντας έραινε με άνθη και κουφέτα. Έτσι έληξε η μακραίωνη πορεία του ζόφου και ανέτειλε ο ήλιος της Ελευθερίας.