Αθηνά Γ. Μήλιου (28/10/2022): Πανηγυρικός λόγος για την 28η Οκτωβρίου 1940.

«Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρωπως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.» 

Έτσι θυμάται το ξημέρωμα της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου 1940 ο Γιώργος Σεφέρης στο Πολιτικό του Ημερολόγιο. Εκείνο το ξημέρωμα ήταν αλλιώτικο όχι μόνο για τον νομπελίστα ποιητή μας και τότε διπλωμάτη αλλά και για έναν ολόκληρο λαό, έναν λαό που ξύπνησε με τον πιο άγριο τρόπο από τα ουρλιαχτά των σειρήνων. «Αἱ ἰταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν ἀπό τίς 5:30 π.μ. τῆς σήμερον τά ἡμέτερα τμήματα προκαλύψεως τῆς ἑλληνοαλβανικής μεθορίου.

Αἱ ἡμέτεραι δυνάμεις ἀμύνονται τοῦ πατρίου ἐδάφους»: ήταν το πολεμικό ανακοινωθέν που ακούστηκε από το ελληνικό ραδιόφωνο και έκτοτε διατηρήθηκε ανεξίτηλο στις μνήμες μας. 

Ήταν τότε, πριν ακριβώς από 82 χρόνια, που η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι ζητούσε από τη χώρα μας να αναστείλει τα κυριαρχικά της δικαιώματα και να παραδοθεί άνευ όρων. Οι ιστορικές όμως παρακαταθήκες που κουβαλάει στη μακραίωνη πορεία του ο λαός μας, από το «ἤ τάν ἤ ἐπί τᾶς» των Σπαρτιατών μέχρι το «ἐλευθερία ἤ θάνατος» του 1821, δεν άφηναν περιθώρια για άλλη απάντηση στον τότε κυβερνήτη της χώρας μας: ώστε λοιπόν έχουμε πόλεμο, ήταν τα λόγια του Ιωάννη Μεταξά στον Ιταλό πρεσβευτή. Παρά τις προσδοκίες της, η Ιταλία εισέπραξε τότε ένα μεγάλο ΟΧΙ. Ένα ΟΧΙ που ξεκινούσε βαθιά μέσα από την ψυχή του Νεοέλληνα, που σαν άλλος Λεωνίδας έκλεινε λακωνικότατα σ’ αυτά τα τρία γράμματα για άλλη μία φορά το «μολών λαβέ».

Από εκείνη τη στιγμή η χώρα εισέρχεται στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχε βέβαια προηγηθεί ο τορπιλισμός του καταδρομικού Έλλη στο λιμάνι της Τήνου, ανήμερα της εορτής της Παναγίας. Ολόκληρη η Ευρώπη παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα το θάρρος, την τόλμη και τον απαράμιλλο ηρωισμό των Ελλήνων. Κανείς τους δε μπορούσε να φανταστεί ότι μία χώρα μικρή και ταλαιπωρημένη σε όλη την πρόσφατη ιστορία της, θα τολμούσε να υψώσει το ανάστημά της στην πανίσχυρη στρατιωτική μηχανή των δυνάμεων του Άξονα.

Η πτώχευση του 1893 και η συνακόλουθη ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο Μακεδονικός Αγώνας ενάντια στους Βούλγαρους κομιτατζήδες και τους Τούρκους κατακτητές, οι βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, ο Εθνικός Διχασμός και η Μικρασιατική Καταστροφή είχαν εξαντλήσει τη χώρα μας. Και τώρα που η Ευρώπη από το 1939 σφυροκοπείται από τις δυνάμεις του Άξονα, εκείνη, αν και καθημαγμένη, θα μπει χωρίς δεύτερη σκέψη στον πόλεμο για να υπερασπιστεί τα πάτρια εδάφη και να γράψει με χρυσά γράμματα το Έπος του ‘40. Και την είσοδό της αυτή θα κάνει επέτειο που θα τιμούν κάθε χρόνο οι μετέπειτα γενιές. 

Ο ελληνοϊταλικός αρχικά και ο ελληνογερμανικός στη συνέχεια πόλεμος θα κρατήσουν συνολικά 216 μέρες, μέχρι τις 31 Μαΐου 1941 οπότε λήγει και στην Κρήτη κάθε οργανωμένη αντίσταση. Όλο αυτό το διάστημα, τα βουνά της Πίνδου, το Αργυρόκαστρο, η Κορυτσά, οι Άγιοι Σαράντα, το Τεπελένι και η Πρεμετή, η προέλαση των Ελλήνων στο αλβανικό έδαφος και η άτακτη υποχώρηση των Ιταλών συνθέτουν το ρέκβιεμ της επίθεσης του Μουσολίνι. Οι βουνοκορφές από την Ήπειρο μέχρι τη Θράκη, από το Καλπάκι μέχρι τα οχυρά του Ρούπελ και του Εχίνου αντιλαλούν με το ΑΕΡΑ των πολεμιστών μας, ενώ τους εμψυχώνει η φωνή της τραγουδίστριας της νίκης, Σοφίας Βέμπο. 

Η αεροπορία και το ναυτικό, παρ’ όλες τις ελλείψεις τους, αποκαλύπτουν με τον αγώνα τους το υψηλό τους φρόνημα. Σημαντική και η συμβολή των Ελληνίδων στα μετόπισθεν αλλά και στην πρώτη γραμμή, μεταφέροντας στις πλάτες τους πολεμοφόδια, και ανηφορίζοντας στους δύσβατους γκρεμούς της οροσειράς της Πίνδου.

Το κρύο, η πείνα και οι άλλες κακουχίες, ακόμη και ο θάνατος, δεν πτοούν τους Έλληνες φαντάρους που από ξηρά, θάλασσα και αέρα παραδίδουν μαθήματα θάρρους, ανδρείας, αλληλεγγύης και αυτοθυσίας σε όλο τον κόσμο. Είναι όλοι αυτοί οι ανώνυμοι Έλληνες που θα κάνουν την κοινή γνώμη της Ευρώπης να υποκλιθεί μπροστά στο μεγαλείο τους και τον τότε πρωθυπουργό της Αγγλίας Ουίνστον Τσώρτσιλ να πει: «Μέχρι τώρα λέγαμε ότι οι Έλληνες πολεμούσαν σαν ήρωες, τώρα θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμούνε σαν Έλληνες». Ακόμα και ο Αδόλφος Χίτλερ, αν και εισβολέας, θα πει στην Γερμανική Βουλή στις 4 Μαΐου 1941: «Χάριν τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας ὀφείλω νά διαπιστώσω ὅτι μόνον οἱ Ἕλληνες, ἐξ’ ὅλων τῶν ἀντιπάλων οἱ ὁποῖοι μέ ἀντιμετώπισαν, ἐπολέμησαν μέ παράτολμον θάρρος καί ὑψίστην περιφρόνησιν πρός τόν θάνατον….», επαληθεύοντας έτσι τα λόγια του Κωστή Παλαμά: «Η μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα. Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και το αίμα». 

Αυτούς τους ήρωες θυμόμαστε σήμερα, αυτούς τους ήρωες τιμούμε σήμερα, σ’ αυτούς τους ήρωες υποκλινόμαστε σήμερα, γιατί σ’ αυτούς τους ήρωες οφείλουμε σήμερα την ελευθερία μας και την εθνική μας υπόσταση, γιατί χάρη σ’ αυτούς μπορούμε να βροντοφωνάζουμε κάθε χρόνο τέτοια μέρα: Ζήτω το έθνος! Ζήτω η 28η Οκτωβρίου!

Μαζί όμως με τους ήρωες τιμούμε σήμερα και ευγνωμονούμε την Υπεραγία Θεοτόκο, την άλλοτε Υπέρμαχο Στρατηγό των Ρωμιών, που στα χέρια της οι Έλληνες του ’40 εμπιστεύτηκαν για μια ακόμη φορά τον αγώνα τους. 

Και είθε, όπως τότε, η Αγία Σκέπη της Παναγίας μας να σκέπει, να φρουρεί και να διαφυλάττει όλους μας και να χαρίζει ειρήνη στον κόσμο. 

Χρόνια πολλά!